Ο πρίγκιπας βάτραχος ή ο καρδιοσιδεροσφιγμένος Χάινριχ


Sammakkokuningas ja Rauta-Heikki


Τον παλιό καλό καιρό, όταν οι ευχές βοηθούσαν ακόμα στις δύσκολες περιστάσεις, ζούσε ένας βασιλιάς. Όλες οι θυγατέρες του ήσαν πανέμορφες· η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, ώστε ακόμα κι ο ήλιος, που τόσα έχουν δει τα μάτια του, τη θαύμαζε κάθε φορά που αντίκριζε το πρόσωπό της. Κοντά στον πύργο του βασιλιά ήταν ένα μεγάλο και σκοτεινό δάσος. Και μέσα στο δάσος, κάτω από μια γέρικη φλαμουριά, ανάβλυζε μια πηγή· τις πολύ ζεστές μέρες λοιπόν η κόρη του βασιλιά πήγαινε στο δάσος και καθόταν να δροσιστεί πλάι στα νερά της. Και για να περνάει την ώρα της, είχε ένα χρυσό τόπι, που το πετούσε ψηλά και το 'πιανε πάλι. Το τόπι αυτό ήταν το πιο αγαπημένο της παιχνίδι.
Να όμως που μια φορά ήρθαν έτσι τα πράγματα και το χρυσό τόπι της ξέφυγε· η βασιλοπούλα είχε σηκώσει ψηλά τα χέρια της για να το πιάσει αλλά ξαστόχησε κι αυτό κατρακύλησε στο χώμα κι έπεσε ίσια μέσα στα νερά της πηγής. Η βασιλοπούλα προσπάθησε να μην το χάσει απ' τα μάτια της, το τόπι όμως εξαφανίστηκε μέσα στα νερά. Κι η πηγή ήταν τόσο βαθιά, τόσο βαθιά, που δεν έβλεπες τον πάτο. Τότε η κόρη άρχισε να κλαίει κι έκλαιγε όλο και πιο δυνατά και παρηγοριά δεν είχε. Κι έτσι όπως έκλαιγε και χτυπιόταν, άκουσε ξάφνου μια φωνή να τη ρωτάει: "Τι έχεις, βασιλοπούλα μου, και θρηνείς τόσο σπαραχτικά, που κι από πέτρα να 'ταν η καρδιά του ανθρώπου, θα ράγιζε;" Η πεντάμορφη γύρισε και τι να δει; Ένας κακάσχημος βάτραχος είχε βγάλει το χοντρό κεφάλι του έξω απ' τα νερά και της μιλούσε μ' ανθρώπινη φωνή. "Αχ, εσύ είσαι, γερο-βάτραχε", είπε. "Κλαίω για το χρυσό μου τόπι, που μου 'πεσε στο νερό". –"Ησύχασε κι άλλο μην κλαις", αποκρίθηκε ο βάτραχος. "Εγώ θα σε βοηθήσω. Αλλά τι θα μου δώσεις, αν σου φέρω πίσω το χρυσό σου τόπι;" -"Ό, τι κι αν μου γυρέψεις, καλέ μου βάτραχε", απάντησε η βασιλοπούλα. "Τα φορέματά μου, τα μαργαριτάρια μου και τα πολύτιμα πετράδια μου, ακόμα και τη χρυσή κορόνα που φορώ". Ο βάτραχος τότε είπε:"Δεν θέλω ούτε τα φορέματά σου, ούτε τα μαργαριτάρια σου και τα πολύτιμα πετράδια σου, ούτε τη χρυσή κορόνα που φοράς. Θέλω να μ' αγαπάς, να μ' έχεις φίλο σου και σύντροφο στα παιχνίδια σου. Να μ' αφήνεις να κάθομαι δίπλα σου στο τραπέζι σου, να τρώω από το χρυσό πιατάκι σου, να πίνω απ' το ποτηράκι σου και να κοιμάμαι στο κρεβατάκι σου. Αν μου τα υποσχεθείς όλα αυτά, τότε θα βουτήξω ως τον πάτο και θα σου φέρω πίσω το χρυσό σου τόπι". –"Αχ, ναι", είπε βασιλοπούλα, "σου υπόσχομαι πως θα έχεις ό, τι θελήσεις. Φτάνει να μου ξαναφέρεις το χρυσό μου τόπι". Μέσα της όμως σκεφτόταν: "Μα τι κουταμάρες είναι τούτες που λέει ο κακομοίρης ο βάτραχος… Αφού εδώ μόνο μπορεί να ζήσει, μέσα στο νερό, μαζί με τους άλλους βατράχους, φωνάζοντας βρεκεκέξ κουάξ κουάξ. Άκου να πιάσει φιλίες με τους ανθρώπους!".
Ο βάτραχος όμως, μόλις πήρε το τάξιμο, βούτηξε με το κεφάλι κάτω στα νερά. Και πριν περάσει πολλή ώρα, ξαναβγήκε κρατώντας στο στόμα του το χρυσό τόπι στο χορτάρι πλάι στα χείλη της πηγής. Η κόρη, καταχαρούμενη που ξανάβρισκε το ωραίο της παιχνίδι, το άρπαξε στα χέρια της κι έφυγε τρέχοντας. "Περίμενε, περίμενε", φώναξε ο βάτραχος πίσω της. "Πάρε με κι εμένα μαζί σου, δεν μπορώ να τρέξω σαν εσένα". Άδικα όμως ξεφώνιζε πίσω της βρεκεκέξ κουάξ κουάξ! Η βασιλοπούλα δεν του 'δωσε καμία σημασία. Τρέχοντας γύρισε στο παλάτι και ξέχασε αμέσως τον καημένο το βάτραχο, που άλλο δεν του 'μενε να κάνει, παρά να γυρίσει και πάλι στα νερά της πηγής του.
Την άλλη μέρα, μόλις κάθισε στο τραπέζι μαζί με το βασιλιά και όλους τους παλατιανούς, μόλις άρχιζε να τρώει απ' το χρυσό της το πιατάκι, να σου ξάφνου, πλιτς πλατς, κάτι που ανέβαινε σερνόμενο τις μαρμάρινες σκάλες του παλατιού. Κι όταν έφτασε πάνω, χτύπησε την πόρτα και φώναξε: "Βασιλοπούλα, μικρή βασιλοπούλα, άνοιξέ μου!" Η πεντάμορφη έτρεξε να δει ποιος χτυπούσε. Αλλά όταν άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε μπροστά της το βάτραχο. Αμέσως σφάλισε την πόρτα, τη μαντάλωσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και κάθισε πάλι στο τραπέζι. Η καρδιά της όμως είχε παγώσει από το φόβο. Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι η μικρή του κόρη έτρεμε απ' την τρομάρα της. Και τη ρώτησε: "Παιδί μου, τι φοβάσαι; Μην είναι κανένας γίγαντας, που χτύπησε την πόρτα μας, και θέλει να σε πάρει;" -"Αχ, όχι, πατέρα", αποκρίθηκε εκείνη. "Δεν είναι γίγαντας. Είναι ένας απαίσιος βάτραχος". –"Και τι θέλει ο βάτραχος από σένα;" -"Αχ, πατέρα μου καλέ, χτες που ήμουνα στο δάσος κι έπαιζα πλάι στην πηγή, έχασα το χρυσό μου τόπι μέσα στα νερά. Έβαλα τα κλάματα, κι ο βάτραχος, που μ' άκουσε, βούτηξε και μου το 'φερε πίσω. Κι επειδή επέμενε πολύ, του 'ταξα πως θα 'μαστε φίλοι. Δεν φανταζόμουνα πως θα μπορούσε να βγει και να ζήσει έξω απ' το νερό. Να, όμως που βγήκε και τώρα περιμένει να τον πάρω κοντά μου". Τη στιγμή εκείνη η πόρτα χτύπησε πάλι κι ο βάτραχος φώναξε:
"Βασιλοπούλα όμορφη,
του βασιλιά κόρη μικρή,
έλα την πόρτα να μ' ανοίξεις!
Εχτές τι μου 'ταξες,
δεν το θυμάσαι,
στα δροσερά πλάι τα νερά;
Βασιλοπούλα όμορφη,
του βασιλιά κόρη μικρή,
έλα την πόρτα να μ' ανοίξεις!"
Ο βασιλιάς τότε είπε: "Όταν δίνεις το λόγο σου, πρέπει να τον κρατάς. Πήγαινε και άνοιξέ του". Η βασιλοπούλα πήγε, λοιπόν, και του άνοιξε, κι ο βάτραχος μπήκε χοροπηδώντας και την ακολούθησε καταπόδι μέχρι την καρέκλα της. Εκεί στάθηκε και φώναξε:"Σήκωσέ με και πάρε με κοντά σου". Η βασιλοπούλα δίστασε, ώσπου ο βασιλιάς την πρόσταξε να το κάνει. Όταν ο βάτραχος βρέθηκε στην καρέκλα, ήθελε ν' ανέβει στο τραπέζι. Κι όταν ανέβηκε στο τραπέζι, είπε στη βασιλοπούλα: "Σπρώξε τώρα πιο κοντά το χρυσό πιατάκι σου, για να φάμε μαζί". Η όμορφη βασιλοπούλα έκανε πράγματι αυτό που της ζήτησε, αλλά φαινόταν πως το 'κανε με κρύα καρδιά. Ο βάτραχος καλόφαγε, εκείνη όμως δεν κατάφερε να καταπιεί μπουκιά. Τέλος της είπε: "Έφαγα και χόρτασα και τώρα είμαι κουρασμένος. Πήγαινέ με λοιπόν στην κάμαρά σου και στρώσε τα μεταξωτά σεντόνια στο κρεβατάκι σου, να πέσουμε για ύπνο". Η βασιλοπούλα έβαλε τα κλάματα. Ο κρύος βάτραχος την αηδίαζε. Ούτε να τον πιάσει δεν ήθελε. Όχι και να κοιμηθεί μαζί του στο ίδιο κρεβάτι! Ο βασιλιάς όμως θύμωσε και είπε: "Αυτόν που σε βοήθησε όταν είχες την ανάγκη του, δεν πρέπει μετά να τον ξεχνάς και να τον περιφρονείς". Τότε τον πήρε κι εκείνη με τα δυο της δάχτυλα, τον ανέβασε στην κάμαρά της και τον άφησε σε μια γωνιά. Όταν όμως πλάγιασε στο κρεβατάκι της, εκείνος σύρθηκε κοντά της και της είπε: "Είμαι κουρασμένος, θέλω να κοιμηθώ στα πούπουλα όπως εσύ. Πάρε με κοντά σου, ειδαλλιώς θα το πω στον πατέρα σου". Εκείνη τότε θύμωσε τόσο πολύ, που τον άρπαξε και τον πέταξε μ' όλη τη δύναμή της στον τοίχο: "Τώρα πια θα μ' αφήσεις ήσυχη, παλιοβάτραχε!"
Να όμως που ξαναπέφτοντας ο βάτραχος, δεν ήταν βάτραχος πια. Ήταν ένα βασιλόπουλο με όμορφα, καλοσυνάτα μάτια. Και με την ευχή του πατέρα της, αυτός έγινε άντρας της και σύντροφός της. Της διηγήθηκε τότε εκείνος πως μια κακιά μάγισσα τον είχε καταραστεί και κανείς δεν θα μπορούσε να τον σώσει απ' την κατάρα της, παρά μονάχα εκείνη η μικρή, η πανέμορφη βασιλοπούλα. Την άλλη κιόλας μέρα, της έταξε, θα έφευγαν για το βασίλειό του. Κι έτσι τους πήρε ο ύπνος. Το πρωί, σαν έφεξε ο Θεός τη μέρα, μια άμαξα ήρθε να τους πάρει. Οχτώ άσπρα άλογα την έσερναν. Άσπρα λοφία είχαν στα κεφάλια τους και χρυσές αλυσίδες στα χάμουρά τους. Και στη θέση του αμαξά στεκόταν ο πιστός Χάινριχ, ο υπηρέτης του νεαρού βασιλιά. Ο πιστός Χάινριχ το 'χει πάρει κατάκαρδα, όταν ο αφέντης του μεταμορφώθηκε σε βάτραχο. Και για να μη σπάσει η καρδιά του απ' τον πόνο, την είχε σφίξει με τρεις σιδερένιες αλυσίδες. Αλλά η ώρα είχε φτάσει, κι η άμαξα θα έφερνε το βασιλόπουλο πίσω στο βασίλειό του. Ο πιστός Χάινριχ τους βοήθησε ν' ανέβουν κι οι δυο στην άμαξα, κι ανέβηκε κι ο ίδιος από πίσω. Ήταν τρισευτυχισμένος που τα μάγια είχαν λυθεί κι ο αφέντης του είχε σωθεί. Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν κι όταν προχώρησαν κάμποσο το βασιλόπουλο άκουσε έναν θόρυβο από πίσω, λες και κάποιο σίδερο είχε σπάσει. Γύρισε τότε και φώναξε:
"Το νου σου, Χάινριχ, η ρόδα μας θα σπάσει".
"Όχι, αφέντη, και η χαρά σου ας μη χαλάσει.
Είναι τα σίδερα που είχα σφίξει στην καρδιά,
απ' τη θλίψη να μη σπάσει την κακιά,
όταν η μάγισσα σ' είχε μαγέψει,
και τη μορφή σου σου είχε κλέψει".
Άλλη μια φορά, κι άλλη μια φορά ακούστηκε στο δρόμο ο ίδιος θόρυβος. Και κάθε φορά το βασιλόπουλο νόμιζε ότι είχε σπάσει η ρόδα της άμαξας. Αλλά δεν ήταν παρά οι τρεις αλυσίδες που είχε σφίξει γύρω απ' την καρδιά του ο πιστός Χάινριχ. Η χαρά του τώρα ήταν τόση, που μια μια τινάζονταν κι έφευγαν από πάνω του, μια κι ο αφέντης του είχε σωθεί και γύριζε πίσω ευτυχισμένος.
Ennen muinoin, jolloinka vielä oli toivomisesta apua, eli eräs kuningas, jonka tyttäret kyllä kaikki olivat kaunihia, mutta nuorin niin ihana, että itse auringonkin, joka, toki on nähnyt jos jotakin, oikein kävi ihmeeksi, joka kerta kun sen loiste laskihe hänen kasvoillensa. Lähellä kuninkaan linnaa oli iso, synkkä metsä ja metsässä vanhan lehmuksen juurella kaivo; kun nyt päivä oli kuuman paahtava, meni kuninkaan-tytär tuonne metsähän sekä istahti vilvakan lähteen äärelle; ja kun hänen tuli ikävä, otti hän kulta-pallon, heitti sen korkealle ilmaan ja sieppasi sitten tämän rakkahimman leikki-kalunsa taas käsiinsä.
Silloimpa kerran niin kävi, ett'ei kuninkaan-tyttären kulta-pallo pudonnutkaan hänen kätehensä, jonka hän sitä tavoittaakseensa oli korkealle kuroittanut, vaan kiepsahti maahan ja vieri suoraa päätä vetehen. Kuninkaan-tyttären silmäily sitä kyllä seurasi, mutta, pallo katosi ja kaivo oli niin syvä, ett'ei pohjaa näkynyt. Nyt hän itkemään hyrähti, itki ääneensä itkemistänsä eikä saanut mieltään lohdutetuksi. Hänen näin valittaessansa, häntä joku puhutteli: "mikä sinun on, kuninkaan-tytär, pidäthän sinä senkin porua, että johan kivi kovanenkin tuosta heltyy?" Tyttö nyt ympärillensä katsahti, saadaksensa selville, mistä ääni tuli, ja jopa näki sammakon, joka vedestä pisti paksun, ruman päänsä. "Vai sinä se olet, vanha pulikoitsia," sanoi hän, "minä itken kultaista palloani, joka minulta putosi kaivohon." - "Rauhoitu, vain," vastasi sammakko, "ehkähän minä neuvon keksin, mutta mitäpäs minulle annat, jos ma tuosta sinulle noudan sinun leikki-kalus." - "Mitä vain tahdot, sammakko kulta," sanoi tyttö, "minun vaatteeni, minun helmeni ja kallihit kiveni, vieläpä, tämän kultaisen kruunun, joka on päässäni." Sammakko vastasi, "sinun vaatteistas en piittaa, en sinun helmistäs enkä kalliista kivistäs enkä myös sinun kultaisesta kruunustas; mutta jos tahdot minua rakastaa ja minä pääsen sinun leikki-kumppanikses ja toverikses, jos suot minun istua vieressäs sinun pöytäs ääressä, syödä sinun kultaisesta taltrikistas, juoda pikku pikaristas ja nukkua vuoteellas, -- jos tämän minulle lupaat, niin kyllähän minä tuonne sukellan ja noudan sieltä sinulle kulta-pallos." - "Ah lupaampa," vakuutti tyttö, "sinulle kaikki, mitä tahdot, jos vain minulle tänne hankit palloni." Mutta hän ajatteli: "mitähän lörpöttelee tuo tyhmä sammakko, se kuristen vedessä istuu vertaistensa joukossa eikä siitä ole kenenkään ihmisen kumppaniksi."
Tämän lupauksen saatuansa, pisti sammakko päänsä vetehen, sukelsi sinne alas ja palasi hetkisen kuluttua taas veden pinnalle, pitäen suussansa pallon, jonka se sitten heitti ruohikkohon. Kuninkaan-tytär vasta oli isoissaan, kun hän rakkaan leikki-kalunsa äkkäsi, sieppasi sen maasta ja juoksi sitten tiehensä. "Odota, odota," huusi sammakko, "ota minut mukaasi, minä en niin pääse juoksemaan, kuin sinä." Mutta mitäpä se tuosta hyötyi, että tarmonsa takaa "kuak kuak'iansa" laski! tyttö ei ottanut sitä kuullaksensa, vaan riensi kotia ja oli pian unohtanut sammakko paran, jonka taas täytyi köntiä alas kaivohonsa.
Seuraavana päivänä, kun tyttö kuninkaan ja kaiken hovi-väen seurassa istui pöydän ääressä, syöden kulta-taltrikiltaan, silloimpa joku tuli, "plitsis, platsis," portahia kömpien, ja ylös ehdittyään koputti se ovelle ja huusi: "kuninkaan-tytär nuorin, laske minut sisälle." Tämä juoksi katsomaan, ketä siellä, mutta kun hän oven aukaisi, istuipa tuossa sammakko. Silloin hän äkkiä oven sulki, meni taas istumaan pöydän äärehen ja oli aivan tuskissaan. Kuningas pian huomasi, mitenkä hänen tyttärensä sydäntä kovin tykytti, ja lausui: "lapsukaiseni, mitä pelkäät, onko oven takana ehkä joku jättiläinen, joka tahtoo sinut viedä mukahansa?" - "Eipä niinkään," tyttö vastasi, "ei siellä jättiläistä ole, vaan ompa sammakko ilkeä." - "Mitä sammakko sinusta tahtoo?" - "Voi rakas isäni, eilen, kun metsässä istuin kaivon vieressä leikittellen, putosi kulta-palloni vetehen. Koska tätä kovasti itkin, kävi sammakko palloa minulle noutamassa, ja lupasimpa sille, että se kumppanikseni pääsisi, koska se tuota kaikin mokomin vaati, mutta en hiukkaakaan aavistanut, että se saattaisi päästä pois vedestä. Nyt on se tuolla ulkona ja pyrkii tänne sisälle luokseni." Samassa ovea toistamiseen kolkutettiin ja ääni huusi:
"Sä Prinsessa nuorin,
aukaise!
muistatko, mitä
lupasit eilen
raikkaan lähteen luona?
Sä Prinsessa nuorin,
aukaise."
Silloin sanoi kuningas: "mitä olet luvannut, tulee sinun myös suorittaa; mene nyt laskemaan sammakkoa sisälle." Tyttö menikin sekä avasi oven, ja sisälle syöpsähti sammakko, yhä seuraten tyttöä, aina hänen tuolinsa viereen. Siinä se nyt istui huutaen: "nosta minut ylös syliisi." Tyttö viivytteli, kunnes viimein kuningas käski. Sammakko hyppäsi tuolilta pöydälle ja puhui: "lykkää kulta-taltrikkis lähemmäksi, jotta saatamme yhdessä syödä." Tuon hän toki teki, mutta selvästi näkyi, ett'ei hän sitä mielellään tehnyt. Sammakolle kyllä ruoka makealta maistui, mutta tytön tarttui kurkkuhun melkein joka suu-palanen. Viimein puhui sammakko: "jo nyt olen tarpeekseni syönyt ja olen väsyksissä, kanna minut huoneheses ja valmista silkki-vuotees, sinne maata pannaksemme." Silloin rupesi kuninkaan-tytär itkemään, hän pelkäsi tuota kylmää sammakkoa, johon hän ei uskaltanut edes koskeakkaan, ja joka kuitenkin nyt oli makuu-sijaksensa saava hänen kauniin puhtaan vuotehensa. Mutta vihastuen sanoi kuningas: "joka on sinua auttanut, jolloinka olit hädässä, sitä et sinä saa jälkeen-päin halveksia." Silloin tyttö sammakkoon tarttui kahdella sormella ja kantoi sen ylös huonehesensa, jossa hän sen laski nurkkahan. Mutta kun hän vuoteella makasi, tuli se köntien sekä saneli: "olenhan väsyksissä ja tahdompa nukkua yhtä hyvästi kuin sinäkin: nosta minut sinne tykösi taikka valitan isälles." Tästä tyttö silmittömäksi suuttui, nosti sammakon laattialta ja viskasi voimainsa takaa sen vasten seinää: "tuossa nyt olet levon saavuttava, sinä ilkeä sammakko."
Mutta kun se laattialle putosi, siinä ei ollutkaan sammakko, vaan kaunis, lempeä-silmäinen kuninkaan-poika. Tästä nyt tuli tytölle hänen isänsä tahdon mukahan rakas kumppani ja puoliso. Tuo prinssi silloin kertoi, että häijy noita-vaimo oli hänen noitunut, ett'ei kukaan muu, kuin ainoastaan hänen nykyinen puolisonsa, olisi saattanut häntä kaivosta pelastaa, ja että he huomenna tulisivat yhdessä lähtemään hänen valtakuntaansa. Sitten he nukkumaan menivät, ja seuraavana aamuna, kun aurinko heidät herätti, saapui sinne vaunut, joita veti kahdeksan valkoista hevosta: kulta-valjahissa hevoset olivat ja niitten oli pää valkoisilla kamelikurjen-sulilla koristettu. Takana seisoi nuoren kuninkaan palvelia, tuo uskollinen Heikki. Tämä rehellinen poika oli, kun hänen herransa muuttui sammakoksi, surrut niin, että hän sydämmensä ympäri panetti kolme rauta-vannetta, jott'ei se surusta ja murheesta särkyisi. Mutta vaunut olivat tulleet nuorta kuningasta noutamaan hänen valtakuntaansa: uskollinen Heikki auttoi molemmat vaunuihin, asettui itse seisomaan taakse ja oli isäntänsä pelastuksesta aivan ihastuksissaan. Kun he kappaleen matkaa olivat kulkeneet, kuuli kuninkaan-poika takanansa rytisevän, ikään-kuin olisi joku särkynyt. Silloin hän kääntyi taakse-päin ja huusi:
"Heikki, tääll' turma on!"
"Ei, Prinssi turvass' on.
Yks' vyö vain katkes', mun sydämmeni
mä sillä vyötin, kun, nähdessäni
teidät sammakko pahana,
se oli murheesta haljeta."
Vielä kerran, jopa kaksikin, kuului matkalla rytinä, ja kuninkaan-poika aina yhä arveli vaunujen särkyneen, mutta vain vantehet katkesivat uskollisen Heikin sydämmen ympäriltä, koska hän näki herransa pelastetuksi ja taas onnellisena.