Η γάτα και το ποντίκι


Spółka kota z myszą


Μια φορα κι εναν καιρο ήτανε μια γάτα, που έπιασε φιλίες μ' έναν ποντικό. Και τού 'δωσε τόσες υποσχέσεις και τού 'ταξε τόσα ωραία πράγματα, που με τα πολλά ο ποντικός συμφώνησε και δέχτηκε να ζήσουνε μαζί στο ίδιο σπίτι, μοιράζοντας σαν καλοί φίλοι τα υπάρχοντα τους. " Αλλά θα πρέπει να φροντίσουμε γ ι α το χειμώνα, ειδαλλιως θα πεινάσουμε ," είπε η γάτα. " Εσύ, ποντικέ, να προσέχεις πού πατάς και να μη χώνεσαι όπου βρεις, γιατί στο τέλος Οα πιαστείς σε καμιά φάκα και θα σε χάσω ". Η ιδέα της γάτας ήταν καλή και πράγματι αγόρασαν ένα βαρελάκι βούτυρο, να τό 'χουν γ ια το χειμώνα. Μόνο που δεν ήξεραν πού να το κρύψουν, γ ι α να μην τους το κλέψει κανείς. Αφού έσπασαν τα κεφάλια τους, η γάτα μίλησε και είπε: " Δεν μπορώ να βρω καλύτερη κρυψώνα απ την εκκλησία. Εκεί δεν τολμάει κανείς ν απλώσει το χέρι του και να κλέψει το παραμικρό. Πάμε να τ αφήσουμε κάτω από την Α γ ί α Τράπεζα. Και δεν θα τ' ανοίξουμε παρά μόνον όταν θα το χρειαστούμε ".
Έκρυψαν λοιπόν κι ασφάλισαν το βούτυρο για το χειμώνα. Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός, τη γάτα την έπιασε λιγούρα γ ι α τη νόστιμη λιχουδιά. Και λέει στον ποντικό: " Ποντικέ, η ξαδέρφη μου γέννησε κι έφερε στον κόσμο ένα γατάκι καστανόξανθο. Σήμερα θα γίνει η βάφτιση κι εγώ θα είμαι νονά. Ά σ ε με να πάω και φρόντισε μόνος σου το σπιτικό μας ". - " Εντάξει, εντάξει ", αποκρίθηκε το ποντίκι. " Πήγαινε στο καλό του Θεού. Κι αν σας τρατάρουν τίποτα καλό, μη με ξεχάσεις. Μ' αρέσουν και μένα τα κουφέτα ".
Αλλά ήταν όλα ψέματα. Η γάτα ούτε ξαδέρφη είχε, ούτε ανιψάκι είχε αποκτήσει. Π α ρ ά μια και δυο τραβάει γ ι α την εκκλησία, τρυπώνει κάτω απ' την Α γ ί α Τράπεζα κι ανοίγει το βαρελάκι με το βούτυρο. Αφού έφαγε το πάνω πάνω, το καϊμάκι, έκα\ε μια βόλτα πάνω απ' τις στέγες των κοντινών σπιτιών, λιάστηκε καλά καλά, σκούπισε τα μουστάκια της και ξερογλειφότανε κάθε που θυμότανε το βούτυρο. Κατά το βραδάκι γύρισε σπίτι. " Επιτέλους ήρθες! ", την υποδέχτηκε ο ποντικός. " Τα πέρασες ωραία; " - " Καλά ήτανε ". - α Και πώς το βγάλατε το γ α τ ά κ ι; ", ρώτησε ο ποντικός, α Π α ε ι τ ο - καϊμάκι ", απάντησε ξερά η γάτα. " Παειτοκαϊμάκι; ," απόρησε ο ποντικός. " Παράξενο όνομα. Το συνηθίζετε στην οικογένεια σας; " - " Μην το ψάχνεις ", τον έκοψε η γάτα. " Δεν είναι δα χειρότερο απ το όνομα που έδωσες εσύ στο βαφτιστήρι σου: Ψιχουλοφάης . . . "
Δεν πέρασε πολύς καιρός και τη γάτα πάλι την έπιασε λιγούρα γ ι α το βούτυρο. Γυρνάει λοιπόν και λέει στον ποντικό: " Θα μου κάνεις τη χάρη και θα φροντίσεις σήμερα μόνος σου το σπιτικό μας. Γιατί θα γ ί νω και πάλι νονά. Το καινούργιο γατάκι είναι μαύρο με μια άσπρη γραμμούλα γύρω απ' το λαιμό. Δεν μπορώ να πω όχι ." Ο καλός ο ποντικός συμφώνησε. Η γάτα όμως χώθηκε στα στενά και κρυφά έφτασε μέχρι την εκκλησία. Εκεί άνοιξε πάλι το βαρελάκι και κατέβασε το βούτυρο ώς τη μέση. " Τ ί π ο τ α δεν είναι πιο νόστιμο ", σκέφτηκε, " άπ' αυτό που τρως εσύ ο ίδιος ". Κι έμεινε πολύ ευχαριστημένη απ5 την εκδρομή της. Ό τ α ν γύρισε σπίτι, ο ποντικός τη ρώτησε: " Πώς το βάφτισες αυτό το γατάκι; " - " Π α ε ι τ ο μ ι σ ό ", απάντησε η γάτα. - " Παειτομισό! Τι λες; Σ όλη μου τη ζωή δεν έχω ξανακούσει τέτοιο όνομα. Β ά ζ ω στοίχημα ότι στο ημερολόγιο δεν έχει μέρα να γ ι ο ρ τ ά ζ ε ι! "
Δεν πέρασε πολύς καιρός και της γάτας της τρέξανε πάλι τα σάλια γ ι α το βούτυρο. " Ό λ α τα καλά πράγματα τριτώνουν ", είπε στον ποντικό. " Με κάλεσαν πάλι νονά σε μια βάφτιση. Το γατάκι αυτή τη φορά είναι κατάμαυρο, μόνο που έχει άσπρα ποδαράκια. Ούτε μια άσπρη τρίχα σ' όλο του το κορμάκι. Αυτό είναι πολύ σπάνιο, μια φορά στα δέκα χρόνια συμβαίνει. Θα μ' αφήσεις να π ά ω; " - " Παειτοκαϊμάκι, Παειτομισό! Α υ τ ά τα παράξενα ονόματα μ έχουν βάλει σε σκέψεις ". - " Είναι επειδή κάθεσαι κλεισμένος όλη μέρα εδώ μέσα με την γκρίζα σου τη ρόμπα και με την ουρίτσα σου τυλιγμένη στην πολυθρόνα. Αυτά παθαίνει όποιος δεν βγαίνει έξω ." Ο ποντικός έμεινε λοιπόν σπίτι και καθάρισε και σκούπισε και συγύρισε. Η λιχούδα γάτα όμως έβαλε κάτω το βαρελάκι και το τέλειωσε το βούτυρο. " Δεν ησυχάζεις παρά μονάχα όταν τον φας όλον το μεζέ ", μονολόγησε.
Χορτάτη και καλοφαγωμένη γύρισε σπίτι αργά το βράδυ. Ο ποντικός ρώτησε αμέσως να μάθει τι όνομα είχανε δώσει στο τρίτο γατάκι. " Μπα, ούτε αυτό θα σου αρέσει ", του αποκρίθηκε η γάτα. " Το βγάλαμε Παειόλο ". - " Παειόλο! ", φώναξε ο ποντικός. " Αυτό είναι το πιο παράξενο απ όλα. Δεν τό ' χω συναντήσει πουθενά γραμμένο. Τι στην ευχή σημαίνει; " Και κουνώντας το κεφάλι του κουλουριάστηκε στη γωνιά του να κοιμηθεί.
Από τότε κι ύστερα κανείς δεν ξανακάλεσε τη γάτα να βαφτίσει. Ό τ α ν όμως χειμώνιασε κι έξω δεν έβρισκαν π ι α τίποτα να φάνε, ο ποντικός θυμήθηκε το βούτυρο και είπε: " Έ λ α , γάτα, πάμε στην εκκλησία να πάρουμε το βούτυρο, που είχαμε φυλάξει γ ι α το χ ε ι μ ώ να. Θα είναι ό,τι πρέπει ". - " Μάλιστα ", αποκρίθηκε η γάτα. " Γ ι α σένα προπάντον θα είναι ό,τι πρέπει. Και δεν θα σου πέσει βαρύ στο στομάχι. Είναι ελαφρύ, σαν να τρως αέρα κοπανιστό ". Μια και δυο, ξεκινάνε γ ι α την εκκλησία. Κι όταν έφτασαν, βρήκαν το βαρελάκι στη θέση του. Αλλά ήταν άδειο. " Τώρα καταλαβαίνω ", είπε ο ποντικός. " Ωραία φίλη είσαι! Αντί να βαφτίζεις γατάκια, ερχόσουνα εδώ και έτρωγες το βούτυρο. Πρώτα πρώτα Παειτοκαϊμάκι, μετά Παειτομισό, κι ύστερα . . . " - " Σ τ α μ ά τ α! " τον έκοψε η γάτα. " Ά λ λ η μια λέξη και θα σε φάω κι εσένα! " - " . . . Παειό-όλο! ", ξεστόμισε ο καημένος ο ποντικός. Και πριν προλάβει ν' αποσώσει το λόγο του, τον αρπάζει η γάτα και τον κάνει μια χαψιά. Τι να κάνουμε; Έ τ σ ι είναι ο κόσμος.
Kot zapoznał się z myszą i tyle jej naopowiadał o przyjaźni, jaką żywi dla niej, że mysz zgodziła się wreszcie zamieszkać z nim w jednym domu i prowadzić wspólnie gospodarstwo.
- Na zimę jednak musimy zrobić zapasy - rzekł kot, abyśmy nie cierpieli głodu! Zwłaszcza ty, myszko. mogłabyś poszukując jedzenia wpaść w pułapkę!
Rada była słuszna i mysz z kotem kupili wspólnie garnek smalcu. Nie wiedzieli jednak, gdzie go postawić, wreszcie po długim namyśle kot rzekł:
- Sądzę, że najlepiej schować garnek w kościele. Tam nikt się z pewnością nie waży niczego tknąć. Postawimy go pod ołtarzem i nie ruszymy wpierw, aż nadejdzie zima.
Tak też uczynili, ale po krótkim już czasie przyszła kotu ślinka na smalec, rzecze więc do myszki:
- Muszę ci powiedzieć, myszko, że kuzynka moja prosiła mię w kumy; powiła ona synka, białego w brązowe łatki, a ja mam go trzymać do chrztu. Pozwól więc, że wyjdę dzisiaj, a ty zajmij się domem.
- Dobrze, dobrze - rzekła myszka - idź w imię Boże, a jeśli dostaniesz coś dobrego do jedzenia, to pomyśl o mnie. Chętnie wypiłabym też kropelkę czerwonego wina.
Oczywiście wszystko to było zmyślone, kot nie miał wcale kuzynki i wcale nie był proszony w kumy. Poszedł wprost do kościoła, zakradł się do garnka ze smalcem i począł go lizać, aż zlizał cały tłuszczyk z wierzchu. Potem udał się na spacer po dachach, obejrzał sobie okolicę, wreszcie wyciągnął się na słońcu, oblizując się na myśl o smalczyku. Dopiero późnym wieczorem powrócił do domu.
- Jesteś wreszcie - rzekła mysz - wesoło pewnie spędziłeś dzień.
- Owszem - odparł kot.
- A jakież imię dano dziecku? - zapytała mysz.
- Powierzchu - odparł kot.
- Powierzchu? - zawołała mysz - to bardzo dziwne imię! Czy powtarza się ono w twojej rodzinie?
- Wcale nie gorsze - odparł kot - niż złodziejskie imiona twoich chrześniaków!
Wkrótce potem kota wzięła znów chętka, aby zakosztować smalcu. Rzekł więc do myszy:
- Wybacz, że i dziś cię opuszczę. Proszono mnie raz jeszcze w kumy, a że dziecię ma białą obwódkę wokół szyi, nie mogę odmówić.
Dobra mysz zgodziła sie i tym razem, a kot zakradł się do kościoła i wyjadł garnek do połowy.
- Nigdy smalec nie jest lepszy - pomyślał - niż kiedy się go je samemu.
Gdy powrócił do domu, mysz zapytała:
- A temu dziecku jakie dano imię?
- Dopołowy - odparł kot
- Dopołowy? co też ty mówisz! Póki żyję nie słyszałem takiego imienia! - zawołała mysz. - Założę się, że nie ma go w kalendarzu.
Ale kot wkrótce począł znowu marzyć o smalczyku.
- Do trzech razy sztuka - rzekł do myszy - znowu proszony jestem w kumy, a że dziecko jest calutkie czarne i tylko łapki ma białe, co trafia się niezwykle rzadko, jakżebym mógł odmówić?
- Powierzchu, Dopołowy, te dziwne imiona nie dają mi spokoju! - odparła mysz.
- To dlatego, że po całych dniach siedzisz w domu i w tej swojej burej kapocie i z tym długim warkoczem, lęgną ci się w głowie takie cudactwa - rzekł kot - powinnaś od czasu do czasu wychodzić na spacer.
Kiedy kot wyszedł, myszka zakrzątnęła sie po mieszkaniu i doprowadziła wszystko do porządku. Łakomy kot zaś rzekł do siebie:
- Trudno mieć spokój, póki jeszcze coś jest w garnku! - i zjadł wszystko aż do dna.
Dopiero późno w nocy, tłusty i najedzony, powrócił do domu. Mysz zapytała go zaraz, jakie imię otrzymało trzecie dziecię.
- Na pewno nie będzie ci się ono podobało, a brzmi ono Dodna - odparł kot.
- Dodna! - zawołała mysz - tego imienia jeszcze w żadnej książce nie czytałam. Dodna! Co to może znaczyć?
Pokiwała głową, zwinęła się w kłębuszek i usnęła.
Od tego czasu nikt już nie prosił kota w kumy, ale gdy zima nadeszła i głód począł im dokuczać, mysz przypomniała sobie o poczynionych zapasach.
- Chodź, kocie, weźmiemy nasz garnek ze smalcem. Będzie nam teraz smakować.
- Oczywiście - rzekł kot - zwłaszcza tobie będzie on smakować, zupełnie jakbyś wysunęła za okno swój ostry języczek.
Udali się więc w drogę, ale gdy przybyli do kościoła, przekonali się, że garnek wprawdzie stoi na swoim miejscu, ale jest pusty.
- Ach - zawołała mysz - teraz rozumiem wszystko! Ładny z ciebie przyjaciel! Zjadłeś wszystko, kiedyś chodził w kumy: najpierw po wierzchu, potem do połowy, potem…
- Milcz! - zawołał kot - jeszcze jedno słowo, a zjem i ciebie!
- Do dna - miała już biedna mysz na końcu języka, ale zanim to wymówiła, kot chwycił ją w pazury i pożarł.
Widzisz, tak to na świecie bywa.