Kedi-Fare Oyunu


Η γάτα και το ποντίκι


Bir kedi bir fareyle tanıştı; bin dereden su getirerek ona arkadaşlık teklif etti. Sonunda fare onunla aynı evde kalmaya razı oldu.
"Yalnız kış için hazırlıklı olmalıyız, yoksa açlıktan gebeririz" dedi kedi. "Bana bak, fare! Sen her yerde öyle dolaşamazsın, yoksa kapana yakalanırsın."
Bu öneri mantıklıydı; önce bir çanak içyağı satın aldılar. Ama nereye koyacaklarını bilemediler.
Uzun uzun düşündükten sonra kedi, "En iyisi bunu kilisede saklayalım" dedi. "Oraya gidip bunu çalmak kimsenin aklına gelmez! Sunağın altına yerleştiririz, zorunlu kalmadıkça biz de elimizi sürmeyiz!"
Neyse, böylece çanağı güvenceye aldılar.
Ama aradan çok geçmedi, içyağını düşündükçe kedinin ağzı sulandı. "Bak sana ne diyeceğim, fare! Amcamın karısı bir çocuk dünyaya getirdi, benden onun vaftiz babası olmamı rica etti. Ben bugün kiliseye gideceğim, ev işlerine sen bak" dedi.
"Tamam, tamam; hadi git. İyi bir şeyler yersen beni de düşün; şaraptan ben de tatmak isterdim doğrusu" diye cevap verdi fare.
Ama tüm bunlar doğru değildi; kedinin ne amcası vardı, ne de ondan vaftiz babalık için bir ricada bulunmuşlardı!
Kedi doğru kiliseye yollandı; çanağın bulunduğu yere usulca yanaştı ve şapırdata şapırdata yağı yalamaya başladı.
Sonra şehirdeki evlerin damlarında dolaştı, her fırsatta güneşlendi; yağı aklına getirdikçe hep bıyıklarını temizledi.
Ancak akşam olunca eve döndü.
"Geldin mi? Neşeli bir gün geçirmişsindir!"
"Eh, işte!"
"Çocuğa ne isim koydunuz?"
"Defol!" dedi kedi donuk bir sesle.
"Defol mu? Tuhaf bir isim! Sizin ailede bu isimde olan biri var mı?"
"Ne varmış ki bu isimde?" diye karşı çıktı kedi. "Senin vaftiz babanın Kırıntıçalan ismi daha mı iyi yani?"
Neyse, bir süre sonra kedinin yine iştahı kabardı ve fareye, "Bana bir iyilik yap! Ev işlerine bugün de sen bak! Beni yine vaftiz baba olmam için çağırdılar; çocuğun boynunda beyaz bir halka varmış! Onun için reddedemedim" dedi.
Saf fare buna razı oldu; kedi yine kilise duvarlarından süzülerek çanağın yanına vardı ve bütün yağı yedi.
"En tatlı yemek beleş yemek" diye mırıldandı. O gün keyfi yerindeydi.
Eve döndüğünde fare, "Çocuğun adını ne koydunuz?" diye sordu.
"Sonol!" diye cevap verdi kedi.
"Sonol mu? Yok yahu! Ömrümde böyle bir isim duymadım ben. İddiaya girerim, takvimde bile böyle isim yoktur."
O nefis yemekten sonra kedi ağzını ıslattı. "Hak oyun üçtür" diye mırıldanarak fareye şöyle dedi: "Yahu, yine vaftiz baba olmamı istediler! Bu seferki çocuk kapkara doğmuş, ama ayakları beyazmış! Vücudunda da hiç tüy yokmuş! Böyle bir şey dört beş yılda bir görülürmüş; gitmeme izin verirsin, değil mi?"
"Ben hâlâ kafamı Defol-Sonol isimlerine taktım; niye böyle demişler acaba?"
"Gri hırkanı giymiş, bir köşeye çekilmişsin. Sık sık dışarı çıkmazsan böyle cahil kalırsın işte!" diye cevap verdi kedi.
Ve kedinin yokluğunda fare evi topladı; bu arada kedi, çanağın dibini yalamakla meşguldü. Kendi kendine, "Şu bitse de, ben de rahatlasam" diye söylendi ve karnı iyice doymuş olarak gece yarısına doğru eve döndü.
Fare hemen üçüncü çocuğa ne ad koyduklarını sordu. Kedi, "Bunu da beğenmeyeceksin" dedi. "Yokol ismini verdiler."
"Yokol mu? Bu da ne demek?" diye sordu; sonra kafasını iki yana sallayarak köşesine çekildi ve kıvrılıp uyudu.
O günden sonra kimse kediyi vaftiz baba olması için çağırmadı.
Kış bastırıp da dışarıda yiyecek bulunmayınca farenin aklına yazın sakladıkları içyağı geldi. Kediye dönerek, "Kedi, gel şu bizim yağ çanağını alalım; ne de lezzetli gelecek bize şimdi" dedi.
"Olur" diye cevap verdi kedi. "Tatlı dilini pencereden uzatmak kadar hoşuna gidecek!"
Derken yola çıktılar; kiliseye vardıklarında çanağı buldular, ama içi bomboştu!
Fare, "Şimdi neler olduğunu anladım! Amma arkadaşmışsın be! Hepsini sen yedin! Defol-Sonol diye beni uyuttun!"
"Kapa çeneni!" diye bağırdı kedi. "Bir kelime daha söylersen yerim seni!"
"Yokol!" diye haykırdı zavallı fare.
O bunu der demez kedi bir pençe attıktan sonra fareciği yutuverdi.
Dünyada böyle işler de oluyor bazen!
Μια φορα κι εναν καιρο ήτανε μια γάτα, που έπιασε φιλίες μ' έναν ποντικό. Και τού 'δωσε τόσες υποσχέσεις και τού 'ταξε τόσα ωραία πράγματα, που με τα πολλά ο ποντικός συμφώνησε και δέχτηκε να ζήσουνε μαζί στο ίδιο σπίτι, μοιράζοντας σαν καλοί φίλοι τα υπάρχοντα τους. " Αλλά θα πρέπει να φροντίσουμε γ ι α το χειμώνα, ειδαλλιως θα πεινάσουμε ," είπε η γάτα. " Εσύ, ποντικέ, να προσέχεις πού πατάς και να μη χώνεσαι όπου βρεις, γιατί στο τέλος Οα πιαστείς σε καμιά φάκα και θα σε χάσω ". Η ιδέα της γάτας ήταν καλή και πράγματι αγόρασαν ένα βαρελάκι βούτυρο, να τό 'χουν γ ια το χειμώνα. Μόνο που δεν ήξεραν πού να το κρύψουν, γ ι α να μην τους το κλέψει κανείς. Αφού έσπασαν τα κεφάλια τους, η γάτα μίλησε και είπε: " Δεν μπορώ να βρω καλύτερη κρυψώνα απ την εκκλησία. Εκεί δεν τολμάει κανείς ν απλώσει το χέρι του και να κλέψει το παραμικρό. Πάμε να τ αφήσουμε κάτω από την Α γ ί α Τράπεζα. Και δεν θα τ' ανοίξουμε παρά μόνον όταν θα το χρειαστούμε ".
Έκρυψαν λοιπόν κι ασφάλισαν το βούτυρο για το χειμώνα. Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός, τη γάτα την έπιασε λιγούρα γ ι α τη νόστιμη λιχουδιά. Και λέει στον ποντικό: " Ποντικέ, η ξαδέρφη μου γέννησε κι έφερε στον κόσμο ένα γατάκι καστανόξανθο. Σήμερα θα γίνει η βάφτιση κι εγώ θα είμαι νονά. Ά σ ε με να πάω και φρόντισε μόνος σου το σπιτικό μας ". - " Εντάξει, εντάξει ", αποκρίθηκε το ποντίκι. " Πήγαινε στο καλό του Θεού. Κι αν σας τρατάρουν τίποτα καλό, μη με ξεχάσεις. Μ' αρέσουν και μένα τα κουφέτα ".
Αλλά ήταν όλα ψέματα. Η γάτα ούτε ξαδέρφη είχε, ούτε ανιψάκι είχε αποκτήσει. Π α ρ ά μια και δυο τραβάει γ ι α την εκκλησία, τρυπώνει κάτω απ' την Α γ ί α Τράπεζα κι ανοίγει το βαρελάκι με το βούτυρο. Αφού έφαγε το πάνω πάνω, το καϊμάκι, έκα\ε μια βόλτα πάνω απ' τις στέγες των κοντινών σπιτιών, λιάστηκε καλά καλά, σκούπισε τα μουστάκια της και ξερογλειφότανε κάθε που θυμότανε το βούτυρο. Κατά το βραδάκι γύρισε σπίτι. " Επιτέλους ήρθες! ", την υποδέχτηκε ο ποντικός. " Τα πέρασες ωραία; " - " Καλά ήτανε ". - α Και πώς το βγάλατε το γ α τ ά κ ι; ", ρώτησε ο ποντικός, α Π α ε ι τ ο - καϊμάκι ", απάντησε ξερά η γάτα. " Παειτοκαϊμάκι; ," απόρησε ο ποντικός. " Παράξενο όνομα. Το συνηθίζετε στην οικογένεια σας; " - " Μην το ψάχνεις ", τον έκοψε η γάτα. " Δεν είναι δα χειρότερο απ το όνομα που έδωσες εσύ στο βαφτιστήρι σου: Ψιχουλοφάης . . . "
Δεν πέρασε πολύς καιρός και τη γάτα πάλι την έπιασε λιγούρα γ ι α το βούτυρο. Γυρνάει λοιπόν και λέει στον ποντικό: " Θα μου κάνεις τη χάρη και θα φροντίσεις σήμερα μόνος σου το σπιτικό μας. Γιατί θα γ ί νω και πάλι νονά. Το καινούργιο γατάκι είναι μαύρο με μια άσπρη γραμμούλα γύρω απ' το λαιμό. Δεν μπορώ να πω όχι ." Ο καλός ο ποντικός συμφώνησε. Η γάτα όμως χώθηκε στα στενά και κρυφά έφτασε μέχρι την εκκλησία. Εκεί άνοιξε πάλι το βαρελάκι και κατέβασε το βούτυρο ώς τη μέση. " Τ ί π ο τ α δεν είναι πιο νόστιμο ", σκέφτηκε, " άπ' αυτό που τρως εσύ ο ίδιος ". Κι έμεινε πολύ ευχαριστημένη απ5 την εκδρομή της. Ό τ α ν γύρισε σπίτι, ο ποντικός τη ρώτησε: " Πώς το βάφτισες αυτό το γατάκι; " - " Π α ε ι τ ο μ ι σ ό ", απάντησε η γάτα. - " Παειτομισό! Τι λες; Σ όλη μου τη ζωή δεν έχω ξανακούσει τέτοιο όνομα. Β ά ζ ω στοίχημα ότι στο ημερολόγιο δεν έχει μέρα να γ ι ο ρ τ ά ζ ε ι! "
Δεν πέρασε πολύς καιρός και της γάτας της τρέξανε πάλι τα σάλια γ ι α το βούτυρο. " Ό λ α τα καλά πράγματα τριτώνουν ", είπε στον ποντικό. " Με κάλεσαν πάλι νονά σε μια βάφτιση. Το γατάκι αυτή τη φορά είναι κατάμαυρο, μόνο που έχει άσπρα ποδαράκια. Ούτε μια άσπρη τρίχα σ' όλο του το κορμάκι. Αυτό είναι πολύ σπάνιο, μια φορά στα δέκα χρόνια συμβαίνει. Θα μ' αφήσεις να π ά ω; " - " Παειτοκαϊμάκι, Παειτομισό! Α υ τ ά τα παράξενα ονόματα μ έχουν βάλει σε σκέψεις ". - " Είναι επειδή κάθεσαι κλεισμένος όλη μέρα εδώ μέσα με την γκρίζα σου τη ρόμπα και με την ουρίτσα σου τυλιγμένη στην πολυθρόνα. Αυτά παθαίνει όποιος δεν βγαίνει έξω ." Ο ποντικός έμεινε λοιπόν σπίτι και καθάρισε και σκούπισε και συγύρισε. Η λιχούδα γάτα όμως έβαλε κάτω το βαρελάκι και το τέλειωσε το βούτυρο. " Δεν ησυχάζεις παρά μονάχα όταν τον φας όλον το μεζέ ", μονολόγησε.
Χορτάτη και καλοφαγωμένη γύρισε σπίτι αργά το βράδυ. Ο ποντικός ρώτησε αμέσως να μάθει τι όνομα είχανε δώσει στο τρίτο γατάκι. " Μπα, ούτε αυτό θα σου αρέσει ", του αποκρίθηκε η γάτα. " Το βγάλαμε Παειόλο ". - " Παειόλο! ", φώναξε ο ποντικός. " Αυτό είναι το πιο παράξενο απ όλα. Δεν τό ' χω συναντήσει πουθενά γραμμένο. Τι στην ευχή σημαίνει; " Και κουνώντας το κεφάλι του κουλουριάστηκε στη γωνιά του να κοιμηθεί.
Από τότε κι ύστερα κανείς δεν ξανακάλεσε τη γάτα να βαφτίσει. Ό τ α ν όμως χειμώνιασε κι έξω δεν έβρισκαν π ι α τίποτα να φάνε, ο ποντικός θυμήθηκε το βούτυρο και είπε: " Έ λ α , γάτα, πάμε στην εκκλησία να πάρουμε το βούτυρο, που είχαμε φυλάξει γ ι α το χ ε ι μ ώ να. Θα είναι ό,τι πρέπει ". - " Μάλιστα ", αποκρίθηκε η γάτα. " Γ ι α σένα προπάντον θα είναι ό,τι πρέπει. Και δεν θα σου πέσει βαρύ στο στομάχι. Είναι ελαφρύ, σαν να τρως αέρα κοπανιστό ". Μια και δυο, ξεκινάνε γ ι α την εκκλησία. Κι όταν έφτασαν, βρήκαν το βαρελάκι στη θέση του. Αλλά ήταν άδειο. " Τώρα καταλαβαίνω ", είπε ο ποντικός. " Ωραία φίλη είσαι! Αντί να βαφτίζεις γατάκια, ερχόσουνα εδώ και έτρωγες το βούτυρο. Πρώτα πρώτα Παειτοκαϊμάκι, μετά Παειτομισό, κι ύστερα . . . " - " Σ τ α μ ά τ α! " τον έκοψε η γάτα. " Ά λ λ η μια λέξη και θα σε φάω κι εσένα! " - " . . . Παειό-όλο! ", ξεστόμισε ο καημένος ο ποντικός. Και πριν προλάβει ν' αποσώσει το λόγο του, τον αρπάζει η γάτα και τον κάνει μια χαψιά. Τι να κάνουμε; Έ τ σ ι είναι ο κόσμος.