성모 마리아의 아이


Το παιδί της Παναγίας


울창한 숲 옆에 한 나무꾼과 그의 아내가 살고 있었습니다. 그들에게는 3살된 딸이 있었습니다. 하지만 그들은 매일 먹을 빵도 없고 아이에게 먹일만한 것도 없을 정도로 너무나 가난했습니다. 어느날 아침 나무꾼은 수심이 가득한 얼굴로 숲속에 땔감을 장만하러 갔습니다. 그런데 그의 앞에 반짝이는 별이 달린 왕관을 쓴 아름다운 여인이 나타나 나무꾼에게 말했습니다. "나는 예수의 어머니인 성모마리아입니다. 당신이 도움이 필요한 것 같군요. 아이를 나에게 주세요. 내가 그 아이를 데려가서 엄마가 되어주고 잘 보살펴 주겠습니다." 나무꾼은 이 말을 듣고 아이를 데려와 성모마리아에게 주었습니다. 성모마리아는 아이를 데리고 하늘나라로 가버렸습니다. 아이는 하늘나라에서 과자와 달콤한 우유를 먹고 황금 옷을 입고 아기천사들과 놀면서 잘 지냈습니다. 아이가 14살이 되자 성모마리아는 아이를 불러서 말했습니다. "얘야, 내가 멀리 다녀와야겠다. 이것은 천국의 13문 열쇠이니 니가 보관하렴. 이 중에 12문은 열어서 봐도 좋다. 이 작은 열쇠는 13번째 문의 열쇠인데 절대로 이 문은 열어선 안 된다. 만약 열었다간 불행해질거야." 아이는 성모마리아의 말대로 하겠다고 대답했습니다. 성모마리아가 떠난 후 아이는 하늘나라의 곳곳을 살펴보기 시작했습니다. 매일 문을 하나씩 열고 들어갔는데 안에는 예수의 제자가 한명씩 앉아 있었고 주위에서는 빛이 나고 있었습니다. 이 멋진 모습을 보며 아이는 좋아했고 아이와 늘 함께하는 아기천사들도 즐거워했습니다. 어느덧 12번째 문까지 열어보고 이제 절대 열어서는 안 되는 문만 남았습니다. 아이는 안에 무엇이 있는지 너무나 열어보고 싶어서 천사들에게 말했습니다. "문을 완전히 열지도 않을거고 들어가지도 않을거야. 그냥 틈으로 뭐가 있는지만 볼게." - "안돼!" 아기천사들이 말했습니다. "그건 죄를 짓는거야. 성모마리아님이 열어보지 말라고 하셨잖아. 니가 말을 안 들으면 불행해질게 뻔해." 아이는 이 말을 듣고 가만히 있었지만 마음 속에서는 열어보고 싶은 그 생각이 사라지지 않았습니다. 거기다 계속해서 그 생각에 시달려서 마음이 편치 않았습니다. 천사들이 모두 나갔을 때 아이는 생각했습니다. "지금은 나 혼자 뿐이니 들어가보자. 아마 아무도 모를거야." 아이가 열쇠를 찾아서 열쇠 구멍에 꽂아 돌렸더니 문이 열렸습니다. 안에는 불과 빛 가운데에 "삼위일체"(성부, 성자, 성령)가 앉아 있었습니다. 아이는 곁에 서서 그것을 바라보다가 손가락으로 불빛을 만져보았는데 손가락이 금으로 변했습니다. 아이는 갑자기 너무 무서워서 문을 닫고는 달아났습니다. 하지만 아무리 생각해도 그 공포감이 사라지지 않았습니다. 아이의 심장은 계속 두근거려서 안정이 되지 않았습니다. 게다가 손가락에 묻은 금은 아무리 닦아도 떨어지지 않았습니다.
오래지 않아 성모마리아가 여행에서 돌아왔습니다. 성모마리아는 아이를 불러 열쇠를 돌려받으며 물었습니다. "13번째 문은 열지 않았겠지?" - "네" 아이가 대답했습니다. 성모마리아가 손을 아이의 가슴에 얹으니 아이의 심장이 쿵쾅거리는게 느껴져서 아이가 거짓말을 했음을 알았습니다. 성모마리아는 다시 아이에게 물었습니다. "정말로 열어보지 않은거지?" - "네" 아이가 다시 대답했습니다. 이 때 성모마리아는 금으로 변한 아이의 손가락을 보고는 아이가 죄를 지었음을 알고 다시 물었습니다. "정말이냐?" - "네" 아이가 대답했습니다. "넌 내 말을 듣지 않았다. 거기다 거짓말까지 하는구나. 넌 더이상 이곳에 있을 수 없다."
아이는 정신이 혼미해지며 잠이 들었습니다. 잠에서 깨어보니 인간세상의 황야에 누워있었습니다. 소리를 지르고 싶었지만 목소리가 나오지 않았습니다. 아이는 일어나서 달아나려 했지만 어디도 갈 수 없었습니다. 빽빽한 가시나무가 그녀를 가로막고 빠져나가지 못하게 하고 있었습니다. 곁에는 속이 빈 늙은 나무가 있었는데 이것이 아이의 집이 되어 주었습니다. 밤이 다가오면 아이는 나무 동굴로 들어가서 잠을 잤고, 비바람이 몰아치면 안에 숨어 있었습니다. 이런 생활은 매우 처참하여 아이는 하늘나라에서의 행복했던 시절을 떠올리며 울었습니다. 풀뿌리와 과일이 아이의 유일한 식량이었는데 그것조차도 찾기가 힘들었습니다. 가을이 되자 아이는 땅에 떨어진 호두와 나뭇잎을 주워 동굴에 가져왔습니다. 호두는 겨우내 식량이 되었고 눈발이 날리는 추운 날에는 불쌍한 동물처럼 나뭇잎 속에 파뭍혀 추위를 이겨냈습니다. 오래지 않아 아이의 옷은 헤졌고 한올 한올 떨어져 나갔습니다. 태양이 다시 대지를 비출 때면 아이는 동굴에서 나와 나무 앞에 앉았습니다. 아이의 긴 머리카락은 망토처럼 아이의 몸을 덮어주었습니다. 그렇게 아이는 한해 한해 보내면서 고통과 불행을 겪었습니다.
겨울이 가고 봄이 오자 나무는 초록빛으로 바뀌었습니다. 어느 날 왕이 숲속에 사냥을 나와 고라니를 쫓고 있었는데 고라니가 관목덤불 속으로 뛰어 들었습니다. 왕은 말에서 내려 검으로 관목덤불을 베어 길을 만들었습니다. 덤불을 치우고 나니 한 아름다운 아가씨가 나무 아래에 앉아 있었는데 발끝까지 자란 금발이 여인의 온몸을 가려주고 있었습니다. 왕이 물었습니다. "당신은 누구요? 왜 여기에 있죠?" 하지만 여인은 아무 말도 할 수 없었습니다. 왕이 다시 물었습니다. "나와 함께 성으로 가겠소?" 여인은 그냥 고개만 끄덕였습니다. 왕은 여인을 안아서 말에 태우고 성으로 돌아가 여인에게 아름다운 옷과 각종 선물을 주었습니다. 여인은 말을 할 수 없었지만 오히려 그것이 더욱 아름답게 보였습니다. 왕은 진심으로 여인을 사랑하게 되어 여인을 아내로 맞이하였습니다.
1년이 지나고 왕비는 아들을 낳았습니다. 그날 밤 왕비가 홀로 침대에 누워 있을 때 성모마리아가 나타나서 말했습니다. "니가 그때 문을 열였다고 사실대로 말한다면 나도 니가 말을 할 수 있게 해주마. 하지만 계속 고집을 피우겠다면 니 아들을 데려가겠다." 성모마리아가 잠시 왕비가 말하도록 허락하자 왕비는 완고하게 말했습니다. "아뇨, 난 열어보지 않았어요." 성모마리아는 왕바에게서 아이를 빼앗아서 데려갔습니다. 둘째날 아침 아이가 안 보이자 사람들 사이에선 여러 말이 오갔습니다. 왕비가 사람을 잡아먹는 마녀인데 자기의 아이를 죽였다고 말이죠. 이 말은 왕비의 귀에 들어갔지만 아무런 말도 할 수 없었습니다. 왕은 왕비를 너무나도 사랑하여 그 말을 믿지 않았습니다.
1년 후 왕비는 또 아들을 낳았습니다. 밤이 되자 성모마리아가 또 나타나 말했습니다. "니가 문을 열었다고 인정하면 아이를 돌려주고 말을 할 수 있게 해주마. 하지만 계속 부인한다면 이 아이도 데려가겠다." - "아뇨, 전 열지 않았어요." 왕비는 여전히 부인했습니다. 성모마리아는 이번에도 아이를 데리고 하늘나라로 갔습니다. 다음날 아침 사람들은 아이가 사라진걸 보고 왕비가 분명 먹어치웠을거라 수군거렸습니다. 왕의 대신들도 왕비를 심판하길 요구했지만 왕은 다른 사람들의 말을 믿지 않고 대신들이 이 일에 대해 말하는걸 금지시켰습니다.
또다시 1년이 지나고 왕비는 아름다운 딸을 낳았습니다. 성모마리아는 또 나타나서 말했습니다. "나와 가자." 성모마리아는 왕비의 손을 잡고 하늘나라로 가서 두 아들을 보여줬습니다. 두 형제는 왕비를 보고 웃고는 지구본을 가지고 놀았습니다. 이 장면을 본 왕비는 흐뭇했습니다. 이 때 성모마리아가 말했습니다. "너의 마음이 아직 누그러들지 않았더냐. 니가 인정만 한다면 두 아이를 돌려주마." - "전 열어보지 않았어요." 왕비가 대답했습니다. 성모마리아는 왕비를 지상으로 돌려보내고 셋째 아이를 뺏았습니다.
다음날 아침 아이가 사라진걸 보고 사람들은 일제히 소리쳤습니다. "왕비는 사람을 잡아먹는 마녀다! 왕비를 심판하자!" 이번에는 왕조차도 말릴 수가 없었습니다. 이렇게 왕비의 심판이 거행되었지만 왕비가 아무 말도 할 수 없어서 변론을 할 수가 없었습니다. 결국 왕비는 화형될 위기에 처했습니다. 장작더미 위에 왕비가 묶이고 사방에서 불이 타오르기 시작했습니다. 이 때 왕비의 거만했던 마음이 녹기 시작해 왕비는 뼈저리게 뉘우치며 생각했습니다. "죽기 전에 내가 문을 열었던 걸 인정할 수 있으면 좋으련만!" 그러자 왕비의 목소리가 돌아왔습니다. 왕비는 큰소리로 외쳤습니다. "그래요, 성모마리아님! 내가 문을 열어보았어요!" 그 말이 떨어지자 하늘에서는 비가 내려서 불꽃이 꺼졌습니다. 왕비의 머리 위에서 한줄기 빛이 나며 성모마리아가 나타났습니다. 성모마리아는 방금 태어난 공주를 안고 두 왕자를 데리고 왕비의 곁에 와서는 자상하게 왕비에게 말했습니다. "사람은 자신의 죄만 인정하고 참회한다면 용서받을 수 있단다." 성모마리아는 왕비에게 세 아이를 돌려주고 왕비가 다시 말할 수 있게 해주어서, 왕비는 영원히 행복하게 살았습니다.
Μια φορα κι εναν καιρο ζούσε σ' ένα μεγάλο δάσος ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του. Είχαν ένα μονάκριβο παιδάκι, ένα κοριτσάκι τριών χρόνων. Ή τ α ν όμως τόσο φτωχοί που δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε και δεν ήξεραν τι να του δώσουν. Έ ν α πρωί, λοιπόν, ξεκίνησε λυπημένος ο ξυλοκόπος να πάει στη δουλειά του. Και την ώρα που έκοβε ξύλα, νά σου βλέπει ξαφνικά μπροστά του μια πανέμορφη γυναίκα, που φορούσε στο κεφάλι της μια κορόνα από αστραφτερά αστέρια. Και η γυναίκα μίλησε και του είπε: " Ε ί μ α ι η Παναγία, η Μητέρα του Χριστού. Είσαι φτωχός άνθρωπος και δεν έχεις να ταΐσεις το παιδί σου. Φέρε το σε μένα κι ε γ ώ θα το πάρω μαζί μου και θα τό ' χω σαν δικό μου και θα το φροντίζω καλά ". Ο ξυλοκόπος υπάκουσε, έφερε το παιδί του και τό 'δωσε στην Παναγία. Και το κοριτσάκι περνούσε καλά, έτρωγε ψωμί με ζάχαρη κι έπινε γάλα γλυκό και τα ρουχαλάκια του ήταν από χρυσάφι και μάλαμα κι έπαιζε με τους αγγέλους.
Ό τ α ν έγινε δεκατεσσάρων χρόνων, η Παναγία το φώναξε και του είπε: " Παιδί μου, θα φύγω ταξίδι. Πάρε τα κλειδιά που ξεκλειδωνουν τις δεκατρείς πόρτες του Παραδείσου και φύλαξε τα καλά. Τ ι ς δώδεκα μπορείς να τις ανοίξεις και να θαυμάσεις τα όμορφα πράγματα και τους θησαυρούς που κρύβουν. Αλλά τη δέκατη τρίτη πόρτα, που ανοίγει μ' αυτό το μικρό κλειδάκι, μην την ανοίξεις. Πρόσεχε καλά, μην την ξεκλειδώσεις, γ ι α τ ί θα γίνεις πολύ δυστυχισμένη ". Το κορίτσι υποσχέθηκε ότι θα είναι υπάκουο. Κι όταν έφυγε η Παναγία, άρχισε ν' ανοίγει μια μια τις πόρτες. Κάθε μέρα άνοιγε και μια πόρτα και θαύμαζε τους θησαυρούς που έκρυβε μέσα της. Έ τ σ ι είδε με τη σειρά και τα δώδεκα δώματα του Παραδείσου. Στο καθένα κατοικούσε κι ένας άπό τους Δώδεκα Αποστόλους, όλο λαμπρότητα και φως. Το κορίτσι χαιρόταν και θαύμαζε το μεγαλείο και τον πλούτο. Και μαζί του χαίρονταν και οι άγγελοι που τ ακολουθούσαν.
Ό τ α ν πέρασαν οι δώδεκα μέρες, δεν είχε μείνει πια παρά μονάχα η απαγορευμένη πόρτα. Και το κορίτσι ένιωσε μεγάλη λαχτάρα να δει τι κρυβόταν από πίσω της. Ε ί π ε λοιπόν στους αγγέλους: " Δεν θα την ανοίξω, ούτε θα διαβώ το κατώφλι, της. Θα την ξεκλειδώσω μονάχα, να ρίξουμε μια μ α τ ι ά χ π ' τη χαραμάδα ". - " Όχι, όχι " τη σταμάτησαν οι άγγελοι. " Είναι αμαρτία Η Παναγία σ' το απαγόρευσε. Αν παρακούσεις τα λόγιο, της, θα σε βρει μεγάλη δυστυχία ". Το κορίτσι δεν μίλησε, αλλά η περιέργεια μέσα στην καρδιά της συνέχισε να της μιλάει σιγανά και να την τσιγκλάει και να την τσιμπάει και να την ψήνει. Δεν την άφηνε σε ησυχία. Και κάποια στιγμή που τ αγγελάκια την άφησαν μονάχη της, σκέφτηκε: " Τώρα είμαι μόνη μου και μπορώ ν' ανοίξω. Μια ματιά θα ρίξω. Κ α ι κανείς δεν θα το μάθει ". Έ ψ α ξ ε και βρήκε το κλειδάκι. Κι όταν το πήρε στο χέρι της, τό 'βαλε και στην κλειδαριά. Κι όταν τό βαλε στην κλειδαριά, το γύρισε κιόλας. Η πόρτα τότε άνοιξε και το κορίτσι είδε μπροστά του την Α γ ί α Τριάδα τυλιγμένη στην παντοδύναμη λάμψη της. Στάθηκε λιγάκι και κοίταζε με θαυμασμό. Ύστερα άπλωσε το χεράκι της και με το δάχτυλο της ά γ γ ι ξ ε την άκρη αυτής της χρυσής λαμπράδας. Και το δάχτυλο της έγινε χρυσό. Αμέσως φόβος μεγάλος την έπιασε, έκλεισε με δύναμη την πόρτα κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο φόβος όμως δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Ό , τ ι κι αν έκανε, δεν μπορούσε να σταματήσει το καρδιοχτύπι, που κόντευε να της σπάσει τα στήθια. Και το χρυσάφι έμεινε κολλημένο στο δάχτυλο της, όσο κι αν τό πλένε, όσο κι αν τό 'τριβε.
Μετά από λίγο γύρισε κι η Παναγία απ' το ταξίδι της. Φώναξε το κορίτσι και ζήτησε πίσω τα κλειδιά του Παραδείσου. Τη σ τ ι γ μ ή που της έδινε την αρμαθιά, η Παναγία κοίταξε το κορίτσι στα μάτια και ρώτησε: " Και τη δέκατη τρίτη πόρτα; Δεν την άνοιξες; " - " Ό χ ι ", αποκρίθηκε το κορίτσι. Η Παναγία τότε ακούμπησε το χέρι της στην καρδιά του κοριτσιού, την ένιωσε που χτυπούσε σαν τρελή και κατάλαβε πως η μικρή είχε παρακούσει την εντολή της. " Είσαι σίγουρη ότι δεν την άνοιξες; ," ξαναρώτησε. " Ό χ ι , δεν την άνοιξα ", ξανάπε το κορίτσι. Η Παναγία είδε τότε το δάχτυλο του κοριτσιού, που είχε γίνει χρυσό απ' το ά γ γ ι γ μα της θείας λάμψης. Κατάλαβε ότι η μικρή είχε αμαρτήσει και ρώτησε για τρίτη φορά: " Δεν άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα; " - " Ό χ ι ", αρνήθηκε το κορίτσι γ ια τρίτη φορά. Και η Παναγία της είπε: " Δεν υπάκουσες στις εντολές μου. Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, είπες ψέματα από πάνω. Δεν είσαι π ια άξια γ ι α να ζεις στον Παράδεισο ".
Το κορίτσι τότε βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ κι όταν ξύπνησε, βρέθηκε κάτω στη γη, στην καρδιά ενός δάσους. Ήθελε να φωνάξει, αλλά μιλιά δεν έβγαινε από το στόμα της. Τινάχτηκε όρθια και προσπάθησε να τρέξει, αλλά όπου κι αν γύριζε, πυκνά αγκάθια πρόβαλλαν και της έκλειναν το δρόμο. Στην ερημιά, όπου βρέθηκε παγιδευμένη, ήταν κι ένα γέρικο δέντρο. Στην κουφάλα του λοιπόν, έφτιαξε το σπίτι της. Εκεί μέσα τρύπωνε και κοιμόταν όταν ερχόταν η νύχτα, εκεί μέσα έβρισκε καταφύγιο όταν έβρεχε και χιόνιζε. Και ζούσε ζωή δυστυχισμένη. Κάθε που θυμόταν πόσο όμορφα περνούσε στον Παράδεισο και πώς έπαιζε μαζί με τους αγγέλους, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Μάζευε ρίζες και βατόμουρα κι αυτό ήταν το φαγητό της, Το φθινόπωρο μάζευε καρύδια και φύλλα, που έπεφταν απ' τα δέντρα. Κι όταν χειμώνιαζε, έτρωγε τα καρύδια και τρύπωνε σαν ζωάκι στα ξερά φύλλα γ ι α να φυλαχτεί απ' το χιόνι και την παγωνιά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα ρούχα της έγιναν κουρέλια κι έμεινε γ υ μ ν ή . Oταν πρόβαλλε ξανά ο ήλιος, έβγαινε κι εκείνη απ την κρυψώνα της και καθόταν σ' ένα κλαδί, τυλίγοντας γ ύ ρ ω της τα μαλλιά της, σαν μανδύα. Έ τ σ ι περνούσαν τα χρόνια, το ένα μετά το άλλο, κι η κοπελίτσα ζούσε λυπημένη μέσα στη δυστυχία.
Μια μέρα όμως, όταν τα δέντρα είχαν πάλι φορέσει την πράσινη, δροσερή φορεσιά τους, ο βασιλιάς της χ ώ ρας βγήκε κυνήγι στο δάσος. Κι όπως κυνηγούσε, πήρε από π ί σω ένα ελάφι, που πήγε και χώθηκε μέσα στις πιο πυκνές αγκαθιές, στην καρδιά του δάσους. Ο βασιλιάς τότε ξεπέζεψε, παραμέρισε τ' αγκάθια και άνοιξε με το σπαθί του δρόμο να περάσει. Ό τ α ν επιτέλους τα κατάφερε, είδε μπροστά του μια πανέμορφη κοπέλα, να κάθεται τυλιγμένη από τα νύχια ώς την κορφή με τα χρυσά μαλλιά της. Στάθηκε ασάλευτος και την κοίταζε όλο θαυμασμό. Ύστερα της μίλησε και της είπε: " Ποια είσαι; Γιατί κάθεσαι εδώ στην ερημιά; " Αλλά απάντηση δεν πήρε, γ ι α τ ί το κορίτσι δεν μπορούσε ν ανοίξει το στόμα του. Ο βασιλιάς όμως επέμεινε: " Θέλεις νά 'ρθεις μαζί μου, στο παλάτι μου; " Εκείνη τότε έγνεψε μονάχα με το κεφάλι και δέχτηκε. Ο βασιλιάς τη σήκωσε στην αγκαλιά του, την ανέβασε πάνω στο άλογο του και την πήρε μαζί του. Κι όταν έφτασαν στο παλάτι, της χάρισε όμορφα ρούχα κι ό,τι άλλο ποθούσε η ψυχή της. Μόνο να μιλήσει δεν μπορούσε. Αλλά ήταν όμορφη και καλή, χι ο βασιλιάς την αγάπησε μ όλη του την καρδιά. Και πριν περάσει πολύς καιρός την παντρεύτηκε.
Μετά από ένα χρόνο η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα γιο. Και τη νύχτα που ήταν ξαπλωμένη μόνη στο κρεβάτι της, παρουσιάστηκε εμπρός της η Παναγία και της είπε: " Αν πεις την αλήθεια και ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα, θ ανοίξω κι εγώ το στόμα σου και θα σου ξαναδωσω τη μιλιά σου. Αν όμως επιμένεις στο ψέμα και στην αμαρτία κι εξακολουθήσεις πεισματικά ν' αρνείσαι αυτό που έκανες, τότε θα πάρω μαζί μου το νεογέννητο παιδί σου ". Και περίμενε την απάντηση της βασίλισσας. Εκείνη όμως άνοιξε το στόμα της και είπε: α Ό χ ι , δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα ." Η Παναγία τότε της πήρε το νεογέννητο παιδί και χάθηκε από μπροστά της. Την άλλη μέρα, που δεν έβρισκαν πουθενά το μικρό βασιλόπουλο, ο κόσμος άρχισε να μουρμουρίζει και να λέει ότι η βασίλισσα το είχε σκοτώσει γ ια να το φάει. Εκείνη τα άκουγε όλα, αλλά μιλιά δεν έβγαινε απ' το στόμα της. Ο βασιλιάς όμως δεν τα πίστεψε, γιατί την αγαπούσε πολύ, μέσα απ' την καρδιά του.
Πέρασε άλλος ένας χρόνος κι η βασίλισσα γέννησε άλλον ένα γ ι ο . Και τη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι μπροστά της η Παναγία και της είπε: " Αν ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα, τότε θα σου ξαναδώσω το παιδί σου και τη χαμένη σου μιλιά. Αν όμως συνεχίσεις με πείσμα να το αρνείσαι, τότε θα πάρω μαζί μου και τον δεύτερο γ ι ο σου ". Η βασίλισσα όμως αρνήθηκε πάλι: " Ό χ ι , δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα ". Η Παναγία τότε της πήρε το παιδί απ' την αγκαλιά και το ανέβασε μαζί της στον ουρανό. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν είδαν ότι κι αυτό το μωρό είχε χαθεί. οι άνθρωποι του παλατιού έβαλαν τις φωνές, κατηγορώντας τη βασίλισσα. Και ζήτησαν από το βασιλιά να τη δικάσει. Ο βασιλιάς όμως τη\ αγαπούσε τόσο πολύ, μέσα απ' την καρδιά του, που απαγόρευσε στους παλατιανούς να ξαναμιλήσουν γ ι ' αυτό.
Τον τρίτο χρόνο η βασίλισσα γέννησε μια όμορφη κορούλα. Τη νύχτα παρουσιάστηκε μπροστά της για τρίτη φορά η Παναγία και της είπε: " Έ λ α μαζί μου! " Και την ανέβασε στον ουρανό και της έδειξε τα δυο της τ αγοράκια, που γελούσαν κι έπαιζαν χαρούμενα. Η βασίλισσα χάρηκε και τότε η Παναγία τη ρώτησε ξανά: " Δεν μαλάκωσε ακόμα η καρδιά σου; Δεν θέλεις να ομολογήσεις ότι άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα; Αν παραδεχτείς την αμαρτία σου, τότε θα σου ξαναδώσω τα δυο σου αγόρια ". Η βασίλισσα όμως αρνήθηκε γ ια τρίτη φορά: " Ό χ ι , δεν άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα! " Η Παναγία τότε την ξαπόστειλε ξανά στη γη και της πήρε και το τρίτο παιδί.
Την άλλη μέρα το πρωί, όταν μαθεύτηκε πως και το τρίτο μωρό είχε χαθεί, ο κόσμος ξεσηκώθηκε: " Η βασίλισσα τρώει τα παιδιά της, πρέπει να τη δικάσουμε ". Κι ο βασιλιάς δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτα γ ια να τη σώσει. Την πέρασαν από δίκη κι αφού δεν μπορούσε να μιλήσει γ ια να υπερασπιστεί τον εαυτό της, την καταδίκασαν κι αποφάσισαν να την κάψουν ζωντανή. Τα ξύλα μαζεύτηκαν σωρός κι η βασίλισσα δέθηκε σ' έναν ψηλό πάσσαλο. Όταν οι φλόγες άναψαν κι άρχισαν να χορεύουν ολόγυρα της, έλιωσε κι ο σκληρός πάγος τής περηφάνιας της κι η καρδιά της ρίγησε μετανιωμένη: " Αχ, ας μπορούσα, πριν πεθάνω, να ποο τουλάχιστον την αλήθεια, πως ναι, άνοιξα την απαγορευμένη πόρτα! " Την ίδια στιγμή ξανάβρε τη φωνή της και με δύναμη φώναξε: " Ναι, Παναγία μου, το έκανα! Ά ν ο ι ξ α την απαγορευμένη πόρτα! " Δεν πρόλαβε ν αποσώσει το λόγο της κι αμέσως έπιασε μπόρα γερή κι έσβησε τη φωτ ιά κι ένα γλυκό φως κατέβηκε απ' τα ουράνια και την έλουσε ολόκληρη. Κι η Παναγία η ίδια παρουσιάστηκε με τα δυο αγόρια δεξιά κι αριστερά και τη νεογέννητη κορούλα της στην αγκαλιά της. Με καλοσύνη της μίλησε και της είπε: " Όποιος ομολογεί τις αμαρτίες του και μετανιωνει γι' αυτές, βρίσκει συχώρεση ". Και μ' αυτά τα λόγια της έδωσε τα τρία παιδιά της και τη μιλιά της και την ευτυχία της.