Παραμύθι για ένα παλικάρι που ξεκίνησε να μάθει τι θα πει φόβος


A história do jovem em busca de saber o que é o medo


Μια φορα κι εναν καιρο ζούσε ένας πατέρας με δυο γιους. Ο μεγαλύτερος ήταν έξυπνος κι επιτήδειος και ήξερε να τα βγάζει πάντοτε πέρα. Ο μικρός όμως ήταν κουτός, τίποτα δεν καταλάβαινε, τίποτα δεν μπορούσε να μάθει. Κι όσοι τον έβλεπαν, έλεγαν: Αυτό το παιδί θα είναι το βάσανο του πατέρα του!"
Όποια δουλειά κι αν είχαν, την έκανε πάντα ο μεγαλύτερος. Όταν όμως ο πατέρας τον έστελνε για θέλημα αργά το βράδυ ή, ακόμα χειρότερα, μέσα στη νύχτα, κι ο δρόμος περνούσε απ' το προαύλιο της εκκλησίας ή κάποιο άλλο ερημικό μέρος, τότε εκείνος απαντούσε:
"Αχ, όχι πατέρα μου, δεν πάω. Και μόνο που το σκέφτομαι, ανατριχιάζω απ το φόβο μου!" Γιατί ήταν φοβητσιάρης. Τα βράδια πάλι, μπροστά στο τζάκι, όταν διηγιόντουσαν τρομαχτικές ιστορίες, απ' αυτές που σου σηκώνουν την τρίχα, τότε πολλοί έλεγαν: (Αχ, πώς φοβήθηκα!" Ο μικρός γιος, καθισμένος στη γωνιά του, τ άκουγε όλα αυτά και δεν μπορούσε να τα καταλάβει. " Λένε όλοι τους: Φοβάμαι και φοβάμαι! Ε γ ώ δεν φοβάμαι, όσο κι αν βάζω τα δυνατά μου! θά 'ναι, φαίνεται, άλλη μια δύσκολη τέχνη, απ' αυτές που δεν καταλαβαίνω! "
Νά όμως που μια φορά ο πατέρας του γύρισε και του είπε: " Γιά άκου εδώ, εσύ, στη γωνιά σου. Είσαι πια μεγάλος και δυνατός, πρέπει κι εσύ να μάθεις κάτι, να βγάζεις το ψωμί σου. Βλέπεις πώς δουλεύει και κουράζεται ο αδερφός σου; Εσύ όμως τζάμπα τρως και πίνεις! "
- " Α, πατέρα μου ", απάντησε ο μικρός γιος. " Πολύ θά 'θελα να μάθω κι ε γ ώ κάτι. Κι αν περνούσε απ' το χέρι μου, τότε θα μάθαινα να φοβάμαι και ν'ανατριχιάζω ακόμα απ' το φόβο μου. Ακόμα δεν έ χω καταλάβει τίποτα απ' αυτή την τέχνη".
Ο μεγαλύτερος γιος γέλασε όταν τ άκουσε, και είπε με το νου του: "Θεούλη μου, τι χαζός που είναι ο αδερφός μου. Ποτέ του δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα. Όποιος θέλει να οργώσει, ξεκινάει πουρνό πουρνό".
Ο πατέρας αναστέναξε και αποκρίθηκε: " Εντάξει, θα μάθεις να φοβάσαι. Αλλά με το φόβο δεν θα μπορέσεις να κερδίσεις το ψωμί σου ".
Μετά από λίγο ήρθε μουσαφίρης στο σπίτι τους ο καντηλανάφτης.. Κι ο πατέρας άρχισε να παραπονιέται και να του λέει τον πόνο του, πόσο κουτός κι ανίκανος σε όλα ήταν ο μικρός του γιος, που δεν ήξερε τίποτα και τίποτα δεν μπορούσε να μάθει. " Φαντάσου: όταν τον ρώτησα πώς θα προτιμούσε να βγάζει το ψωμί του, μου είπε πως θά 'θελε πάρα πολύ να μάθει να φοβάται ". -
"Αν αυτό είναι όλο κι όλο το πρόβλημα σου ", απάντησε ο καντηλανάφτης, " δώσ' τον σε μένα παραγιό, κι ε γ ώ θα τον μάθω να φοβάται. Αν τον βάλεις στη δούλεψη μου, θα τον στρώσω μια χαρά". Ο πατέρας χάρηκε, γ ι α τ ί σκέφτηκε: " Ο μικρός θα ξεμυτίσει λιγάκι από δω μέσα και θα μάθει τι θα πει φόβος ". Ο καντηλανάφτης λοιπόν τον πήρε μαζί του, στο σπίτι του, και τον έβαλε να χτυπάει τις καμπάνες. Μετά από λίγες μέρες τον ξύπνησε μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα και τον έστειλε ν' ανέβει στο καμπαναριό να χτυπήσει τις καμπάνες.
" Τώρα θα καταλάβεις τι εστί τρομάρα ", σκέφτηκε και ανέβηκε στα κρυφά στις σκάλες πριν απ' τον παραγιό του. Ό τ α ν το παιδί έφτασε πάνω, στις καμπάνες, και γύρισε γ ι α να πάρει το σκοινί, είδε στις σκάλες, μπροστά στο φεγγί τ η , μια μορφή λευκόντυμένη.
" Ποιος είσαι; ", ρώτησε με δυνατή φωνή. Αλλά η μορφή δεν απάντησε, δεν σάλεψε, δεν κουνήθηκε ρούπι.
" Απάντησε μου ", φώναξε το παλικάρι. " Ή φύγε αμέσως. Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ, μέσα στη νύχτα ". Ο καντηναλάφτης όμως έμεινε ακίνητος, γ ι α να πιστέψει ο παραγιός του ότι είχε απέναντι του ένα φάντασμα.
Για δεύτερη φορά φώναξε ο νεαρός: " Τι θέλεις εδω Μίλα! Αν είσαι τίμιος άνθρωπος, δώσε μου απάντηση . . . Αλλιώς θα σε π ε τ ά ξω κάτω απ' τις σκάλες! "
Ο καντηλανάφτης δεν τον πίστεψε. " Μπα, δεν θα το κάνει! ", σκέφτηκε κι εξακολούθησε να στέκεται ακίνητος κι αμίλητος, σαν νά 'ταν από πέτρα.
Το παλικάρι τότε τον ρώτησε γ ι α τρίτη φορά. Κι όταν έμεινε χωρίς απάντηση κι αυτή του η ερώτηση, πήρε φόρα κι έσπρωξε το φάντασμα και το γκρέμισε κάτω απ' τις σκάλες. Ο καντηλανάφτης κουτρουβαλιάστηκε δέκα σκαλιά κι έμεινε κουβαριασμένος σε μια γωνιά. Ο παραγιός του χτύπησε τις καμπάνες, γύρισε σπίτι και χωρίς να πει λέξη έπεσε ξανά γ ι α ύπνο.
Η καντηλανάφτισσα περί μενε τον άντρα της, περίμενε, περίμενε, εκείνος όμως δεν ερχόταν. Τελικά τη ζώσανε τα φίδια, ξύπνησε τον παραγιό και τον ρώτησε: "Μήπως ξέρεις πού είναι ο άντρας μου; Ανέβηκε στο καμπαναριό πριν από σένα ".
- " Ό χ ι ", αποκρίθηκε το παλικάρι. " Δεν ξέρω. Αλλά εκεί πάνω, στο καμπαναριό, μπροστά στο φεγγίτη, ήταν ένας που δεν μιλούσε και δεν ήθελε να πει ποιος ήταν και δεν έφευγε. Θάρρεψα λοιπόν πως ήταν κάποιος σκανταλιάρης και τον γκρεμοτσάκισα κάτω απ' τις σκάλες. Γιά πήγαινε να δεις. Θα λυπηθώ πολύ αν ήταν ο καντηλανάφτης ". Η γυναίκα έφυγε τρέχοντας. Και πράγματι βρήκε τον άντρα της πεσμένο σε μια γωνιά, μ ένα πόδι σπασμένο, να κλαίει και να χτυπιέται απ τους πόνους. Τον κουβάλησε στο σπίτι κι ύστερα έτρεξε με φωνές και κλάματα στον πατέρα του νεαρού. " Ο γιος σου ", του είπε, " μας έφερε μεγάλη συμφορά. Έ ρ ι ξ ε τον άντρα μου απ τις σκάλες και τού ' σπάσε το πόδι. Έ λ α να τον πάρεις τον ακαμάτη απ το σπίτι μας ". Ο πατέρας τρόμαξε, πήγε τρέχοντας και έδειρε το γ ι ο του. " Τι σκανταλιές είναι αυτές, πάλι; Ο Οξαποδώς σ' έσπρωξε να κάνεις τέτοια πράγματα! "
- " Πατέρα μου ", απάντησε ο μικρός γιος, " άκουσε με, δεν φταίω. Είδα κάποιον μπροστά μου να στέκεται μέσα στη νύχτα, σαν άνθρωπος κακός, που έχει κακό στο νου του. Δεν ήξερα ποιος ήταν και τρεις φορές τον ρώτησα, τρεις φορές του είπα να μιλήσει ή να φύγει ".
- " Αχ ", αναστέναξε ο πατέρας του. " Όλο έγνοιες και βάσανα θά ' χω μ εσένα. Φύγε απ' τα μάτια μου. Δεν θέλω π ια να σε βλέπω ".
- " Εντάξει, πατέρα μου. Θα φύγω. Περίμενε μόνο να ξημερώσει και θα π ά ω να βρω την τύχη μου και να μάθω να φοβάμαι. Έ τ σ ι θά ' χω κι ε γώ μια τέχνη που θα μπορεί να με θρέψει ".
- " Ά ν τ ε να μάθεις ό,τι θέλεις ", του είπε ο πατέρας του. α Εμένα το ίδιο μου κάνει. Πάρε και πενήντα τάλαρα να πορευτείς στην αρχή. Κι όταν σε ρωτάνε, να μη λες από πού είσαι και ποιος είναι ο πατέρας σου, γιατί ντρέπομαι για λογαριασμό σου ".
-" Εντάξει, πατέρα μου. Θα κάνω αυτό που θέλεις. Είναι εύκολο και δεν θα το ξεχάσω ".
Μόλις, λοιπόν, χάραξε ο Θεός τη μέρα, το παλικάρι έχωσε τα πενήντα τάλαρα στην τσέπη του και βγήκε στον μεγάλο δρόμο. Κι όπως περπατούσε, μονολογούσε kι έλεγε: " Α χ , και να μπορούσα να φοβηθώ! Μακάρι να μπορούσα να φοβηθώ! " Σ τ ο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε κάποιον κι άρχισαν vα περπατάνε μαζί. Κι έτσι όπως περπατούσαν, ο ξένος άκουσε τα λόγια που έλεγε ο νεαρός στον εαυτό του. Μετά από λίγο συνάντησαν ένα δέντρο ψηλό, που στα κλαδιά του κρέμονταν εφτά κρεμασμένοι. Ο ξένος τότε λέει στο παλικάρι: " Βλέπεις αυτό εκεί το δέντρο; Σ τ α κλαριά του μόλις παντρεύτηκαν εφτά νομάτοι με την κόρη του σχοινοπλόκου. Και τώρα μαθαίνουν να πετάνε. Κάτσε από κάτω και περίμενε να νυχτώσει. Και τότε θα μάθεις μια χαρά τι θα πει φόβος ".
- " Αν δεν χρειάζεται τ ί π ο τ α άλλο, τότε δεν θα δυσκολευτώ ", απάντησε το παλικάρι. " Αν όμως μάθω τόσο γρήγορα να φοβάμαι, τότε θα σου δώσω τα πενήντα μου τάλαρα. Έ λ α αύριο το πρωί, νωρίς νωρίς, να με βρεις, και θα σου τα δώσω ". Και πήγε κάτω απ' το δέντρο με τους κρεμασμένους, κάθισε και περίμενε τη νύχτα. Κι επειδή κρύωνε, άναψε φωτιά. Τα μεσάνυχτα όμως η παγωνιά ήταν μεγάλη και φυσούσε πολύ και παρ όλη τη φωτιά του δεν μπορούσε να ζεσταθεί. Ο άνεμος έδερνε τους κρεμασμένους και τους χτυπούσε τον έναν πάνω στον άλλον και τους κουνούσε πέρα-δώθε. Κι ο νεαρός είπε με το νου του: " Κάνει τόσο κρύο που έχω ξεπαγιάσει ακόμα κι εγώ εδώ κάτω, που στέκομαι δίπλα στη φωτιά. Φαντάσου πόσο θα κρυώνουν αυτοί εκεί πάνω, που τους δέρνει ο άνεμος κι η παγωνιά ". Κι επειδή είχε καλή καρδιά, έστησε τη σκάλα, ανέβηκε, τους έλυσε έναν έναν και τους κατέβασε κοντά στη φωτιά και τους εφτά. Ύστερα συδαύλισε τις φλόγες και τους έβαλε γύρω να ζεσταθούν. Αυτοί όμως κάθονταν ασάλευτοι και δεν μιλούσαν κι οι φλόγες άρχισαν να γλείφουν τα ρούχα τους.
Εκείνος τότε τους είπε: " Προσέξτε, γιατί θα σας ξανακρεμάσω εκεί που ήσασταν ". Οι πεθαμένοι όμως δεν απάντησαν, δεν σάλεψαν κι άφησαν τα ρούχα τους να καίγονται. Το παλικάρι τότε θύμωσε και τους είπε: " Αν δεν προσέχετε, εγώ δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Αλλά δεν θα κάτσω να καώ μαζί σας ". Και μ' αυτά τα λόγια τούς ξανακρέμασε με τη σειρά στα κλαδιά τού δέντρου. Ύστερα πλάγιασε κοντά στη φωτιά κι αποκοιμήθηκε.
Το πρωί ήρθε ο ξένος, να πάρει τα πενήντα τάλαρα. Και τον ρώτησε: " Λοιπόν; Ξέρεις τώρα τι θα πει φόβος; "
- " Ό χ ι ", αποκρίθηκε ο νεαρός. " Πού να ξέρω; Αυτοί εκεί πάνω ούτε που άνοιξαν το στόμα τους. Άσε που είναι ακόμα πιο χαζοί από μένα. Να φανταστείς ότι τους έβαλα να καθίσουν κοντά στη φωτιά να ζεσταθούν, και κόντεψαν να κάψουν τα ρούχα τους ". 0 ξένος τότε κατάλαβε ότι δεν θα τσέπωνε τα πενήντα τάλαρα κι έφυγε λέγοντας: " Δεν έ χ ω ματαϊδεί τέτοιον ατρόμητο".
Το παλικάρι συνέχισε κι α υ τ ό το δρόμο του κι άρχισε πάλι να μονολογεί και να λέει: " Αχ, και να μπορούσα να φοβηθώ! Μακάρι να μπορούσα! " Κι ένας αμαξάς, π ο υ ερχόταν π ί σ ω τ ο υ , τον άκουσε και ρώτησε: " Ποιος ε ί σ α ι; "
- " Δεν ξέρω ", αποκρίθηκε το π α λ ι κάρι.
Ο αμαξάς τον ξαναρώτησε: " Πούθε έρχεσαι; "
- " Δεν ξέρω ". - " Και π ο ι ο ς είναι ο π α τ έ ρ α ς σου; "
- α Αυτό δεν μ π ο ρ ώ να το πω ". - " Και τι μουρμουρίζεις συνέχεια ανάμεσα στα δόντια σου; "
- " Αχ ", αποκρίθηκε ο νεαρός, " θά ' θ ε λ α τόσο πολύ να μ ά θ ω να φοβάμαι, αλλά κανείς δεν μπορεί να μου εξηγήσει τι θα πει φόβος ".
- " Ά σ ε τις κουταμάρες ", είπε ο αμαξάς, " κι έλα μαζί μου. Θα κ ο ι τ ά ξ ω να σε βολέψω κ ά π ο υ κι εσένα ". Το παλικάρι τον ακολούθησε και το βράδυ έφτασαν σ' ένα πανδοχείο, όπου στάθηκαν να περάσουν τ η ν ύ χ τ α . Μπαίνοντας εκεί, το παλικάρι μονολόγησε πάλι και είπε: " Αχ, Θεέ μου, ας μάθαινα επιτέλους τι θα πει φόβος! " Κι ο ταβερνιάρης, που τον άκουσε, γέλασε και του είπε: " Αν έχεις όρεξη να μάθεις τι θα πει φόβος, ήρθες στον σωστό τόπο ".
- " Αχ, κράτα τη γ λ ώ σ σ α σου ", είπε η ταβερνιάρισσα, " κι έτσι έχασαν τ η ζωή τους κ ά μ π ο σ α γενναία παλικάρια. Κρίμα στα μάτια του και στην ομορφιά του, να μην ξαναδεί το φως του ήλιου! " Το παλικάρι όμως επέμεινε: " Ό σ ο δύσκολο κι αν είναι, ε γ ώ θέλω να μ ά θ ω να φοβάμαι. Στο κάτω κάτω γι αυτό το λόγο ξεκίνησα να βρω την τ ύ χ η μου στον κόσμο ". Και δεν έλεγε ν αφήσει τον ταβερνιάρη σε χλοερό κλαρί, ώσπου τελικά εκείνος αναγκάστηκε να του πει π ω ς εκεί κοντά βρισκόταν ένας καταραμένος πύργος, όπου θα μπορούσε και ο πιο γενναίος να μάθει τι σημαίνει φόβος, αρκεί να περνούσε εκεί μέσα κλεισμένος τρεις ολόκληρες νύχτες. Κι ο βασιλιάς της χώρας είχε υποσχεθεί την κόρη του σ' όποιον θα τολμούσε να κάνει τέτοιο κατόρθωμα. Η βασιλοπούλα ήταν η πιο όμορφη κοπέλα που είχε αντικρίσει ποτέ ο ήλιος.
Στον πύργο ήταν κρυμμένοι αμύθητοι θησαυροί κι αμέτρητα δαιμόνια αγρυπνούσαν π ά ν ω τους. Αλλά μ ε τ ά από τ ρ ε ι ς νύχτες οι θησαυροί θα ελευθερώνονταν. Κι ήταν αρκετοί γ ι α να κάνουν πλούσιο ακόμα και τον π ι ο φ τ ω χ ό . Πολλοί είχαν δοκιμάσει την τ ύ χ η τους κι είχαν μπει μέσα στον καταραμένο πύργο. Αλλά κανείς δεν είχε βγει ζωντανός από κει μέσα. Την άλλη μέρα τ ο πρωί το παλικάρι πάει στο βασιλιά και του λέει: " Αν μ' αφήσεις, βασιλιά μου, θα μ π ω στον καταραμένο πύργο και θα μείνω εκεί μέσα τρεις μέρες και τρεις νύχτες ".
Ο βασιλιάς γύρισε, τον είδε, κι επειδή του άρεσε, είπε: Μπορείς να ζητήσεις τρία π ρ ά γ μ α τ α και να τα πάρεις μαζί σου στον καταραμένο πύργο . Μόνο που πρέπει να είναι άψυχα και τα τ ρ ί α ". Το παλικάρι τότε αποκρίθηκε: " Θα πάρω μια φωτιά, έναν τόρνο κι έναν πάγκο μαραγκού με το μαχαίρι του ".
Ο βασιλιάς πρόσταξε να τα μεταφέρουν αμέσους στον π ύ ρ γ ο , όσο έ φ ε γ γ ε ακόμα τ ο φως της μέρας. Ό τ α ν νύχτ ω σ ε , ανέβηκε το παλικάρι στον πύργο, διάλεξε ένα δ ω μ ά τ ι ο κι άναψε τη φ ω τ ι ά του, ακούμπησε δίπλα τον π ά γ κ ο με το μαχαίρι και κάθισε στον τόρνο. " Αχ, Θεέ μου, να μάθαινα τι θα πει φόβος! ", έλεγε και ξανάλεγε.
"Μου φαίνεται όμως ότι ούτε δω θα καταφέρω τίποτα". Κατά τα μεσάνυχτα σηκώθηκε να συδαυλίσει τη φ ω τ ι ά του. Κι όπως φυσούσε τα κάρβουνα να πάρουν φ ω τ ι ά τα ξύλα, άκουσε ξάφνου από μ ι α γ ω ν ι ά: " Νιάου, νιάου! Τι κρύο που κ ά ν ε ι! "
- " Τι φωνάζετε, βρε χαϊβάνια; ", γύρισε και είπε το π α λ ι κ ά ρ ι . " Αφού κρυώνετε, ελάτε κοντά να ζεσταθείτε ". Δεν είχε καλά καλά αποσώσει τη κουβέντα του και δυο θεόρατες μαύρες γάτες βρέθηκαν μ' ένα σάλτο δίπλα του τα μάτια τους πετούσαν φλόγες και τον κοιτούσαν αγριεμένες. Κι αφού ζεστάθηκαν λιγάκι, γύρισαν και του είπαν: Φιλαράκο, είσαι γ ι α μια π α τ ρ ί δ α χ α ρ τ ι ά; "
- " Και γ ι α τ ί όχι; ", απάντησε εκείνος. " Δ ε ί ξ τ ε μου όμως π ρ ώ τ α τα νύχια σας ". Οι γ ά τ ε ς έβγαλαν τότε τα νύχια τους. Κι εκείνος είπε: " Ω! Μά την αλήθεια, έχουν παραμακρύνει. Για σταθείτε να σας τα κόψω, μια στιγμή! " Τις αρπάζει λοιπόν α π ' το σβέρκο, τις βάζει π ά ν ω στον π ά γ κ ο του και πιάνει τα π ό δ ι α τους στη μέγγενη, Τώρα που είδα τα νύχια σας από κοντά, μού 'φυγε η όρεξη να παίξω μαζί σας χαρτιά ", τους λέει κι αμέσως τ ι ς σκοτώνει και τ ι ς π ε τ ά ε ι έ ξ ω α π ' τ ο παράθυρο, στην τάφρο του π ύ ρ γ ο υ .
Μόλις όμως ξεμπέρδεψε μ' αυτές τις δυο και γύρισε να ξεκουραστεί κοντά στη φ ω τ ι ά του, άρχισαν να πετιούνται α π ' όλες τις μεριές, απ' όλες τις γ ω ν ί τ σ ε ς , μαύρες γάτες και μαύρα σκυλιά, με περιλαίμια από φωτιά. Κι ήταν α μ έ τ ρ η τ α τα ζώα , τόσο που τ ο παλικάρι δεν είχε πια τόπο να σταθεί: ούρλιαζαν φ ρ ι χ τ ά κι απαίσια, ποδοπατούσαν τη φωτιά του, τραβολογούσαν τα ξύλα και τα κάρβουνα από δω κι από κει και κόντευαν να του τη σβήσουν. Εκείνος έμεινε κάμποσες στιγμές ήσυχος και τ α κοίταζε. Όταν όμως είδε ότι τελειωμό δεν είχαν κι ότι από μόνα τους δεν επρόκειτο να σταματήσουν, π ή ρ ε το μαχαίρι του και φώναξε δυνατά: " Φ ύ γ ε τ ε , βρομερά ζ ω ν τ α ν ά! Χαθείτε από μπροστά μ ο υ! "
Ά λ λ α τό 'βαλαν στα πόδια, άλλα πρόλαβε και τα σκότωσε κι ύστερα τα π έ τ α ξ ε κι αυτά στα νερά της τάφρου. Γυρίζοντας φύσηξε τα κάρβουνα να ξαναφουντώσει τη φ ω τ ι ά του και κάθισε να ζεσταθεί. Κι έτσι όπως καθόταν, δεν μπορούσε να κρατήσει τα μ ά τ ι α του ανοιχτ ά και κόντευε π ι α να τον πάρει ο ύπνος. Έ ρ ι ξ ε τότε μια ματιά γύρω του και είδε στη γ ω ν ι ά ένα μεγάλο κρεβάτ ι." Ούτε π α ρ α γ γ ε λ ί α να το ε ί χ α! ", είπε με το νου του. Και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Μόλις όμως έκλεισε τα βλέφαρα του, το κρεβάτι σηκώθηκε κι άρχισε να π ε τ ά ε ι σ' ολόκληρο τον π ύ ρ γ ο . " Μια χ α ρ ά είναι ", σκέφτηκε το π α λ ι κ ά ρ ι . " Ό , τ ι π ρ έ π ε ι! " Και το κρεβάτι έτρεχε, λες κι ήταν ζεμένα έξι άλογα και το τραβούσαν, ανεβοκατέβαινε σκάλες, περνούσε διαδρόμους, διέσχιζε σάλες.
Ώ σ π ο υ , ξάφνου, δίνει μια, χ ο π! κι αναποδογυρίζει κι έρχεται τα πάνω κάτω και τον κουκουλώνει. Εκείνος όμως π ε τ ά ε ι από πάνω του κουβέρτες και σ τ ρ ώ μ α τ α και μαξιλάρια, σηκώνεται και λέει: "Τέρμα για μένα. Ας ανεβεί ο επόμενος! " Και μ' α υ τ ά τα λόγια ξ ά π λ ω σ ε κοντά στη φωτιά του και κοιμήθηκε μονορούφι μέχρι το πρωί . Μόλις ξημέρωσε, ήρθε στον πύργο ο βασιλιάς.
Κι όταν τον είδε ξαπλωμένο κ α τ α γ ή ς , τον πέρασε γ ι α πεθαμένο και φαντάστηκε ότι τον είχαν ξεπαστρέψει τα φ α ν τ ά σ μ α τ α . " Κ ρ ί μ α το όμορφο το π α λ ι κ ά ρ ι! ," είπε στενοχωρημένος. Ο νεαρός ό μ ω ς τον άκουσε και σηκώθηκε λέγοντας: " Ε, μη βιάζεσαι και τόσο πολύ! Α κ ό μ α εδώ είμαι! " Ο βασιλιάς έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα. Χάρηκε όμως και τον ρώτησε π ώ ς πέρασε τη νύχτα. " Μια χαρά πέρασα ," αποκρίθηκε ο νεαρός. " Κι αφού πέρασε η πρώτη νύχτα , θα περάσουν και οι άλλες." Όταν π ή γ ε στον ταβερνιάρη, εκείνος δεν πίστευε στα μ ά τ ι α του. " Δεν το περίμενα να σε ξαναδώ ζωντανό ", του είπε. " Έ μ α θ ε ς τ ώ ρ α π ι α τι θα πει φόβος; "
- " Ό χ ι ", του απάντησε το π α λ ι κ ά ρ ι . " Ό λ ε ς μου οι π ρ ο σ π ά θ ε ι ε ς πάνε στράφι. Μακάρι να βρισκότανε κάποιος να μου το εξηγήσει! "
Τη δεύτερη νύχτα ξαναπήγε στον πύργο, κάθισε κοντά στη φ ω τ ι ά του κι άρχισε πάλι το ίδιο τροπάρι: " Αχ, και να μπορούσα να φ ο β η θ ώ! Αχ, και να μπορούσα να φοβηθώ! " Ό τ α ν κόντευαν τα μεσάνυχτα, ακούστηκε βρόντος και κρότος φοβερός, που ολοένα δυνάμωνε. Μετά απλώθηκε γ ι α μια σ τ ι γ μ ή σ ι ω π ή . Κι ύστερα ένας μισός άνθρωπος έπεσε απ ' την καμινάδα και κατρακύλησε στα πόδια του ουρλιάζοντας. " Ε, εσύ! ", φώναξε το π α λ ι κ ά ρ ι . " Πού είναι το άλλο σου μ ι σ ό; Δεν μπορεί να μείνεις έτσι! " Αμέσως ξανάρχισαν τα β ο γ κ η τ ά και τα ουρλιαχτά και σε λίγο έπεσε και το υπόλοιπο μισό κορμί απ' την καμινάδα. " Κάτσε ", του λέει το π α λ ι κ ά ρ ι . " Θα ρίξω ξύλα στη φωτιά, να ζεσταθείς λιγάκι ". Ό τ α ν όμως τέλειωσε κι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε να καθίσει πάλι στον πάγκο του, τι να δει; Τα δυο μισά κορμιά είχαν ενωθεί κι είχαν στρογγυλοκαθίσει στον π ά γ κ ο του.
" Ε, δεν είπαμε κι έτσι! ", φώναξε το παλικάρι. "Ο πάγκος είναι δικός μου ". Ο μισός-μισός άνθρωπος δεν εννοούσε να παραμερίσει, ο νεαρός όμως δεν τό 'βαλε κ ά τ ω: τον έσπρωξε δυνατά και κάθισε ξανά στη θέση του. Τ ό τ ε άρχισαν να πέφτουν κι άλλοι άνθρωποι, μισοί μισοί, απ' την καμινάδα, ο ένας μετά τον άλλον. Κρατούσαν εννέα ανθρώπινα κόκαλα, που τά ' στησαν όλα μαζί κι άρχισαν να τα σημαδεύουν με δυο νεκροκεφαλές. Το παλικάρι ζήλεψε και τους ρώτησε: " Γιά ακούστε, μπορώ να παίξω κι εγώ μαζί σας; "
- " Να π α ί ξ ε ι ς . Ά μ α έχεις λεφτά .. . . "
- " Λ ε φ τ ά έ χ ω , αλλά οι μπάλες σας δεν είναι ολοστρόγγυλες ", τους απάντησε, πήρε τ ι ς νεκροκεφαλές και άρχισε να τ ι ς πελεκάει στον τόρνο του, ώσπου έγιναν στ αλήθεια ολοστρόγγυλες. " Έτσι μπράβο! ", είπε. " Τ ώ ρ α θα κυλάνε πολύ καλύτερα από πριν. Αρχίζουμε; " Έ τ σ ι έ π α ι ξ ε μαζί τους κι έχασε λ ί γ α α π ' τ α χ ρ ή μ α τ α του. Ό τ α ν όμως χτύπησαν μεσάνυχτα, όλα εξαφανίστηκαν από μπροστά του. Τότε π λ ά γ ι α σ ε κι εκείνος κι α π ο κ ο ι μ ή θ η κ ε ήσυχα ώς το ξημέρωμα.
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς ξανάρθε και τον ρώτησε: " Πώς τα πήγες τούτη τη ν ύ χ τ α; "
- " Έπαιξα μπάλες με κάτι φιλαράκια ", του αποκρίθηκε το παλικάρι. " Κι έχασα λίγα χρήματα".
- " Και δεν φοβήθηκες; "
- " Τ ι να φοβηθώ; Ε γ ώ διασκέδασα πολύ. Μακάρι να μπορούσα να μ ά θ ω τι θα πει φόβος! "
Την τ ρ ί τ η νύχτα κάθισε πάλι στον π ά γ κ ο του και μονολογούσε θλιμμένος: " Αχ, μακάρι νά 'ξερα τι θα πει φόβος! " Είχε ν υ χ τ ώ σ ε ι πια γ ι α τα καλά, όταν ξάφνου παρουσιάστηκαν μπροστά του έξι γεροί και ψηλοί άντρες, που κουβαλούσαν ένα φέρετρο. " Θά 'ναι σίγουρα το ξαδερφάκι μου, που πέθανε πριν από λίγες μέρες! ", είπ ε τότε το παλικάρι και κάνοντας νόημα με το χέρι του φώναξε: " Ξάδερφε, εδώ είμαι! Έλα! " Οι έξι άντρες άφησαν τ ο φέρετρο κ α τ ά χ α μ α . Κι εκείνος πλησίασε, άνοιξε το σκέπασμα και μέσα ήταν ξαπλωμένος ένας πεθαμένος. Ο νεαρός τον ά γ γ ι ξ ε στο πρόσωπο, αλλά το κρέας του ήταν κρύο σαν τον π ά γ ο . " Κάτσε ", του είπε, " ε γ ώ θα σε ζ ε σ τ ά ν ω ". Και μ αυτά τα λ ό γ ι α πήγε στη φ ω τ ι ά , ζέστανε το χέρι του και το ακούμπησε στα μάγουλα του πεθαμένου. Εκείνος όμως εξακολουθούσε να μένει π α γ ω μ έ ν ο ς όπως και π ρ ώ τ α . Το παλικάρι τότε τον έβγαλε α π ' το φέρετρο, τον κουβάλησε κοντά στη φ ω τ ι ά , τον κάθισε μπροστά του κι άρχισε να του τρίβει τα χέρια, μπας και γυρίσει το αίμα μέσα του. Είδε όμως ότι ούτε έτσι κατάφερνε τίποτα . Τότε μηχανεύτηκε άλλον τρόπο: " Όταν κοιμούνται δυο μαζί στο κρεβάτι, τότε ζεσταίνονται! " Κουβάλησε λοιπόν τον πεθαμένο στο κρεβάτι, τον σκέπασε και χ ώ θ η κ ε κάτω απ ' τις κουβέρτες δίπλα του. Πέρασε λίγη ώρα κι ο πεθαμένος ζεστάθηκε π ρ ά γ μ α τ ι κι άρχισε να κουνιέται. " Βλέπεις, ξαδερφάκι μ ο υ; ", είπε τ ό τ ε το π α λ ι κ ά ρ ι . " Δεν σ' το ε ί π α ότι θα σε ζεστάνω;" Ο πεθαμένος όμως ανασηκώθηκε και είπε: " Ετοιμάσου να π ε θ ά ν ε ι ς! Γιατί θα σε στραγγαλίσω! "
- " Τ ι; Αυτό είναι το ε υ χ α ρ ι σ τώ σου; Ά ν τ ε χάσου, στο φέρετρο σου! " Και με μια κ λ ω τ σ ι ά τον ξαποστέλνει π ί σ ω στο φέρετρο και κλείνει από π ά ν ω το σκέπασμα. Τότε παρουσιάστηκαν οι έξι άντρες, σήκωσαν πάλι την κάσα κι έφυγαν. " Ούτε αυτή τη φορά κατάφερα να φοβηθώ ", σκέφτηκε το π α λ ι κ ά ρ ι . " Ποτέ δεν π ρ ό κ ε ι τ α ι να μ ά θ ω τι είναι αυτό το π ρ ά γ μ α , ο φόβος ". Τότε μπήκε ξάφνου ένας άντρας μεγαλύτερος απ ' όλους τους άλλους, φοβερός και τρομερός στην όψη. 'Ηταν όμως γέρος κι είχε μακριά, ολόασπρη γενειάδα." Δεν θ' αργήσεις, κακομοίρη μου, να μάθεις τι θα πει φόβος ," του φώναξε. " Γιατί ήρθε η ώρα να πεθάνεις ".
- " Μη β ι ά ζ ε σ α ι! " αποκρίθηκε το παλικάρι. " Κι αν ήρθε η ώρα να π ε θ ά ν ω , ας κοπιάσει ο θάνατος να με π ά ρει! "
- " Τούτη κιόλας τη σ τ ι γ μ ή θα σε περιλάβω, φιλαράκο μου! ", φώναξε ο δαίμονας. " Γιά σιγά ", του είπε το παλικάρι . " Δεν είσαι μ ο ν ά χ α του λόγου σου δυνατός. Είμαι κι εγώ γερός στα χέρια, γερός όσο κι εσύ, ίσως και παραπάνω ".
- "Αυτό θα το δούμε ", απάντησε ο γέρος. " Αν είσαι πράγματι δυνατότερος, θα σ' α φ ή σ ω να φύγεις . Έλα , λοιπόν , να μετρηθούμε! " Τον οδήγησε από σκοτεινούς διαδρόμους σ' ένα υπόγειο σιδεράδικο. Κι εκεί ο γέρος σ ή κ ω σ ε μια βαριά και χτύπησε τ ο ένα αμόνι τόσο δυνατά, που τό ' χωσε σχεδόν στο χώμα . " Αυτό δεν είναι τίποτα ", είπε το παλικάρι και π ρ ο χ ώ ρ η σ ε στο άλλο αμόνι. Ο γέρος στάθηκε δίπλα του, να βλέπει. Κι η άσπρη γενειάδα του κρεμόταν π ά ν ω από το αμόνι. Το παλικάρι σήκωσε τ ο τσεκούρι του και χτύπησε το αμόνι τόσο δυνατά που το ατσάλι σκίστηκε στα δυο. Και στη χ α ρ α μ α τ ι ά σφηνώθηκε η γ ε ν ε ι ά δ α τ ο ύ γέρου. " Τώρα σε κρατάω εγώ! ", φώναξε ο νεαρός. " Κι ήρθε η δική σου η ωρα να πεθάνεις! " Κι αρπάζοντας ένα σιδερολοστό άρχισε να τον χτυπάει , ώσπου ο άλλος ζήτησε έλεος και τού ' ταξε μεγάλα πλούτη, αν του χάριζε τη ζωή. Το παλικάρι τράβηξε το τσεκούρι του από το αμόνι και ο γέρος ελευθερώθηκε.
Αμέσως ξαναγύρισαν στον πύργ ο και στο κατώι του έδειξε τρία σεντούκια γεμάτα χρυσάφι. " Ένα για τους φτωχούς , ένα για το βασιλιά κι ένα για σένα", είπε. Τη στιγμή εκείνη χτύπησαν μεσάνυχτα κι ο γέρος χάθηκε κι έγινε καπνός. Και το π α λ ι κ ά ρ ι έμεινε μόνο του μέσα στο σκοτάδι. " Πρώτα πρώτα, ας βγω από δω μέσα ", είπε και ψαχουλεύοντας βρήκε την πόρτα , έφτασε στο δωμάτιο του και κοιμήθηκε ώς τ ο πρωί , δ ί π λ α στη φωτιά του. Την άλλη μέρα ήρθε πάλι ο βασιλιάς και τον ρώτησε: " Έμαθες τώρα πια τι θα π ε ι φόβος; "
- " Όχι ", αποκρίθηκε το παλικάρι. " Όχι ακόμα. Χτες βράδυ ήρθε ένας ξάδερφος μου πεθαμένος, κι ένας γέρος μ' άσπρη γενειάδα. Αυτός μού 'δειξε κάτω στο υπόγειο και τρία σεντούκια γεμάτα χρυσάφι. Αλλά κανείς δεν μου εξήγησε τι θα π ε ι φόβος ". Τότε ο βασιλιάς του είπε: " Κατάφερες να λύσεις τα μάγια του πύργου και θα σου δώσω την κόρη μου να την πάρεις γυναίκα σου ".
- " Ωραία είναι όλα αυτά ", αποκρίθηκε το παλικάρι. " Μόνο που δεν κατάφερα ακόμα να μάθω τι θα πει φόβος " . Ανέβασαν τότε το χρυσάφι και γιόρτασαν το γ ά μ ο με χαρές και πανηγύρια. Αλλά ο νέος βασιλιάς, όσο κι αν αγαπούσε την όμορφη γ υ ν α ί κ α του, έλεγε και ξανάλεγε στενοχωρημένος: " Αχ, και νά ' ξερα τι θα πει φόβος! Αχ, και νά ' ξερα τι θα π ε ι φόβος! " Έτσι έλεγε και ξανάλεγε και τελειωμό δεν είχε, ώσπου η γυναίκα του βαρέθηκε να τον ακούει. Κι η βάγια της γυρίζει και της λέει: " Θα βρω εγώ τρόπο και θα τον τρομάξω . Κάτσε και θα δεις! " Και τρέχει έξω, στο π ο τ α μ ά κ ι που περνούσε α π ' τον κήπο του π α λ α τ ι ο ύ , και γεμίζει έναν κουβά με μικρά ψαράκια του γλυκού νερού. Τη νύχτα, λοιπόν, που ο νεαρός βασιλιάς κοιμόταν, η βασίλισσα τον ξεσκέπασε και τον έλουσε με το παγωμένο νερό, όπου τ α ψάρια σπαρταρούσαν ακόμα ζωντανά . Π ε τ ά γ ε τ α ι τότε ο νεαρός βασιλιάς απ ' τον ύπνο του και φωνάζει: " Αχ, καλή μου γυναίκα, πώς τρέμω , τρέμω σαν τ ο ψάρι, τρέμω σύγκορμος. Τώρα π ι α ξέρω τι θα πει φόβος! "
Um pai tinha dois filhos, o mais velho deles era sábio e sensato, e sabia fazer de tudo, mas o mais jovem era tolo, e não conseguia aprender nem entender nada, e quando as pessoas o viam, elas diziam:
- "Este é um garoto que dará muito trabalho ao pai!"
Quando algo precisava ser feito, era sempre o mais velho que fazia, mas se o seu pai pedia ao mais velho que fosse buscar qualquer coisa quando já era tarde, ou já estivesse escuro, e o caminho tivesse de passar perto do cemitério, ou de qualquer outro lugar assustador, ele respondia:
- "Oh não, pai, eu não vou lá, isso me causa arrepios!" porque ele sempre tinha medo.
Ou quando histórias em volta da fogueira eram contadas a noite, ele ficava todo arrepiado, e aqueles que estavam por perto sempre diziam:
- "Oh não, estou ficando com medo!" O mais jovem ficava sentado no canto e escutava as histórias com o resto das pessoas, e não conseguia imaginar o que significava tudo aquilo.
- "Eles estão sempre dizendo, "estou ficando com medo, estou ficando com medo!" Eu não estou ficando com medo," pensava ele. "Talvez essa fosse uma arte que eu precisava entender!"
E então, aconteceu que seu pai um dia disse a ele:
- "Ouça-me, garoto que está sentado aí no canto, você está ficando alto e forte, e você deve aprender alguma coisa com a qual possa ganhar a vida. Veja como o teu irmão trabalha, mas você não ganha nem sequer para comprar um quilo de sal."
- "Bem, pai," respondeu ele, "eu tenho vontade de aprender alguma coisa, de verdade, e se isso pode ser ensinado, eu gostaria de aprender a ter medo. Eu não entendo nada disso."
O irmão mais velho, riu ao ouvir isso, e pensou consigo mesmo:
- "Bom Deus, como o meu irmão é tolo! Ele nunca vai prestar para nada enquanto viver! Para ser foice o metal desde cedo deve se dobrar aos imperativos do tempo."
O pai suspirou e respondeu:
- "Você logo aprenderá o que é ter medo, mas você não terá o teu sustento com isso."
Pouco tempo depois um sacristão foi à casa dele para uma visita, e o pai desfilou um rosário de lamentações, e lhe contou como o seu filho mais jovem era tão refratário em todos os aspectos, que ele não sabia nada e não aprendia nada.
- "Veja só," disse o pai, "quando eu perguntei a ele o que ele faria para ganhar a vida, ele me respondeu que queria aprender a ter medo."
- "Se é isso mesmo o que ele quer," respondeu o sacristão, "eu posso ensinar isso a ele. Fale pra ele me procurar, eu vou deixá-lo afinadíssimo."
O pai ficou contente, porque ele pensou:
- "Vou fazer um teste com o garoto." Então, o sacristão o levou para casa, e ele precisava tocar o sino. Depois de um ou dois dias, o sacristão o acordou a meia noite, e disse a ele para que se levantasse e subisse até a torre da igreja para tocar o sino.
- "Você logo aprenderá o que é ter medo," pensou o sacristão, e às ocultas foi na frente dele, e quando o garoto estava no alto da torre e se virou, e já ía segurar na corda do sino, ele viu uma figura de branco que estava de pé nas escadas de frente para a janela do sino.
- "Quem está aí?" gritou o jovem, mas a figura não respondia, e não fazia nenhum movimento. "Responda-me," gritou ele mais uma vez, "ou vá embora daqui, você não tem nada que fazer aqui a esta hora da noite."
No entanto, o sacristão ficou parado e não se movia para que o garoto pensasse que se tratasse de um fantasma. O garoto gritou pela segunda vez:
- "O que você quer aqui? - fale se você for uma pessoa sincera, ou eu vou te jogar escada abaixo!"
O sacristão pensou: - "ele não pode ser tão malvado como está dizendo," não fez nenhum barulho, e permaneceu parado como se fosse feito de pedra. Então, o garoto chamou pela terceira vez, e como isso também não adiantasse nada, ele correu em direção ao sacristão e empurrou o fantasma escada abaixo, que rolou dez degraus abaixo e permaneceu imóvel num canto.
Depois ele tocou o sino, foi para casa, e sem dizer uma palavra se deitou, e dormiu. A esposa do sacristão esperou durante muito tempo pelo marido, que não voltava. Então, ela ficou preocupada, e acordou o garoto, e perguntou:
- "Você não sabe onde o meu marido se encontra? Ele subiu a torre antes de você."
- "Não, eu não sei," respondeu o garoto, "Alguém estava na escada de frente para a janela do sino, e como ele não queria responder, e nem ia embora, pensei, que era um ladrão, e o derrubei da escada, vá lá e veja se era ele. Lamento muito caso seja ele." A mulher saiu correndo e encontrou o marido dela, deitado e gemendo num canto, com a perna quebrada.
Ela o carregou para casa e depois aos berros foi correndo até a casa do garoto.
- "O seu garoto," disse ela, "é a causa de uma grande desgraça! Ele atirou meu marido escada abaixo e quebrou uma perna dele. Leve embora de nossa casa esse infeliz que não serve para nada."
O pai ficou apavorado, e correu imediatamente para lá e repreendeu o garoto:
- "Mas que maldade foi essa?" disse ele, "o Coisa Ruim deve ter colocado isso na tua cabeça."
- "Pai," respondeu ele, "me escute, por favor. Eu sou totalmente inocente. Ele estava de pé lá à noite como alguém que estivesse para fazer alguma maldade. Eu não sabia quem era ele, e por três vezes eu insisti para que ele falasse ou fosse embora."
- "Ah," disse o pai, " você só me traz infelicidade. Saia da minha frente. Não quero te ver nunca mais."
- "Sim," pai, "te peço, espere pelo menos o dia clarear. Então, eu vou embora e aprenderei como ter medo, e de qualquer maneira entenderei uma arte que me servirá de suporte."
- "Aprenda o que você quiser," falou o pai, "para mim é indiferente. Tome aqui as cinquenta moedas. Pegue-as e enfrente o mundo selvagem, e não diga a ninguém de onde você veio, e quem é o teu pai, porque eu tenho motivos para ter vergonha de você."
- "Sim, pai, será como o senhor desejar. Se o senhor não deseja nada mais do que isto, vai ser fácil cumprir a tua vontade."
Quando o dia amanheceu, portanto, o jovem colocou as cinquenta moedas no bolso, e foi embora por uma grande rodovia, e dizia sempre para si mesmo:
- "Se eu pelo menos pudesse ter medo! Se eu pelo menos pudesse ter medo!" Então, um homem, que tinha ouvido o que o garoto falava, se aproximou e depois de andar mais um pouquinho, quando eles podiam ver um patíbulo, o homem disse a ele:
- "Olhe, ali fica a árvore, onde sete jovens festejaram o casamento da filha do fabricante de cordas, e agora eles estão aprendendo a voar. Fique sentado ali, e espere quando a noite chegar, e você irá aprender a ter medo."
- "Se for isso tudo que é necessário," respondeu o jovem, "isso é fácil de fazer, mas se eu aprender a ter medo tão rápido assim, você receberá cinquenta moedas. Volte aqui amanhã bem cedo." Então, o jovem foi até o patíbulo, se sentou debaixo dele, e ficou esperando até a noite chegar.
Como estava com frio, ele se aqueceu perto de uma fogueira, mas a meia noite o vento soprava tão forte que apesar do fogo, ele não conseguia se aquecer. E como o vento fazia com que os homens que tinham sido enforcados ficassem batendo um contra o outro, e eles balançavam para a frente e para trás, ele pensou consigo mesmo:
- "Eu fico tremendo aqui embaixo perto da fogueira, mas, como aqueles que estão lá em cima devem estar congelados e sofrendo!" E como ele sentiu piedade por eles, subiu a escada, e subiu até onde eles estavam, desamarrou todos eles um após o outro, e desceu todos os sete.
Então, ele agitou o fogo, soprou, e colocou todos eles ao redor para se aquecerem. Mas eles ficavam sentados ali e não se mexiam, e o fogo começou a queimar a roupa deles. Então, ele disse:
- "Tomem cuidado, ou eu vou enforcá-los novamente." Os homens que estavam mortos, todavia, não responderam, mas permaneceram em silêncio, e deixava que os seus farrapos continuassem queimando. Com isto ele ficou bravo, e disse:
- "Se vocês não tomarem cuidado, eu não vou ajudá-los, eu não vou ser queimado com vocês," e ele pendurou de novo todos eles na forca. Depois ele voltou a se sentar perto do fogo e adormeceu, e na manhã seguinte o homem veio até ele e queria receber as cinquentas moedas, e disse:
- "Bem, você já sabe o que é ter medo?"
- "Não," respondeu ele, "como é que eu deveria saber? Aqueles caras lá em cima não abriram a boca, e eram tão tapados que eles deixaram os trapos estavam vestindo em seus corpos se queimassem." Então, o homem viu que ele não receberia as cinquenta moedas naquele dia, e foi embora dizendo:
- "Nunca uma coisa como esta havia acontecido para mim antes."
O jovem novamente pegou o seu caminho, e mais uma vez começou a resmungar consigo mesmo:
- "Ah, se eu conseguisse ter medo! Ah, se eu conseguisse ter medo!"
Um carroceiro que estava atrás dele, e ouviu o que ele dizia, perguntou:
- "Quem é você?"
- "Não sei," respondeu o jovem. Então, o carroceiro lhe disse:
- "De onde você vem?"
- "Não sei."
- "Quem é teu pai?"
- "Não posso lhe dizer isso."
- "Porquê você não pára de resmungar entre os dentes?"
- "Ah," respondeu o jovem, "eu tenho tanta vontade de saber como é ter medo, mas ninguém consegue me ensinar como fazer isso."
- "Pare de falar bobagens," disse o carroceiro. "Venha comigo, e eu encontrarei um lugar para você." O jovem foi com o carroceiro, e à noitinha eles chegaram numa estalagem onde pretendiam passar a noite.
Então, bem na entrada do quarto, o jovem novamente disse bem em voz alta:
- "Ah se eu conseguisse ter medo! Ah se eu conseguisse ter medo!" O estalajadeiro, ao ouvir isto, riu muito e disse:
- "Se é isso o que você deseja, deve haver uma boa oportunidade para você aqui."
- "Escute, fique quieto," disse a esposa do estalajadeiro, "muitas pessoas curiosas já perderam suas vidas, seria uma pena e um pecado que olhos tão lindos como os teus não pudessem nunca mais ver o sol nascer."
Mas o jovem disse: - "Por mais difícil que seja, eu quero saber, e foi para isto que eu viajei até aqui." Ele não dava descanso para o estalajadeiro, até que este lhe disse: "que não muito longe dali ficava um castelo assombrado onde qualquer pessoa poderia aprender facilmente o que era o medo, se ele simplesmente passasse três noites naquele castelo. O rei havia prometido que aquele que tivesse essa coragem receberia a sua filha como esposa, que era a garota mais linda que o sol já derramou os seus raios cintilantes.
No castelo havia também grandes tesouros, os quais eram guardados pelos espíritos do mal, e estes tesouros seriam então, libertados, e tornariam rico o bastante qualquer pessoa miserável. Muitos homens já haviam ido até o castelo, mas nenhum deles conseguiu sair vivo de lá. Então, o jovem na manhã seguinte foi até o rei e disse que se lhe dessem permissão, ele ficaria três noites no castelo encantado.
O rei olhou para ele, e como o garoto lhe fosse agradável, ele disse:
- "Você pode pedir três coisas para levar com você para o castelo, mas devem ser coisas sem vida." Então, ele respondeu:
- "Então, eu quero levar lenha para fazer fogo, um torno giratório e uma tábua de cortar com faca." O rei mandou que estas coisas fossem levadas ao castelo para ele durante o dia. Quando a noite estava chegando, o jovem foi e fez para ele um fogo bem alto em uma das salas do castelo, colocou a tábua de cortar com a faca perto do fogo, e se sentou perto do torno giratório.
- "Ah se eu conseguisse ter medo!," dizia ele, "mas eu acho que não vou aprender isso aqui também." Por volta da meia noite, ele decidiu atiçar o fogo, e quando ele começou a soprar, de repente alguém gritou de algum lugar:
- "Au, miau, como está frio aqui!"
- "Seus idiotas!" gritou ele, "porque vocês estão gritando? Se vocês estão com frio, venham aqui para se aquecer perto do fogo." E quando ele disse isso, dois grandes gatos pretos se aproximaram dando um salto estupendo e se sentaram um de cada lado dele, e olhavam furiosos para ele com seus olhos ardentes.
Passado algum tempo, depois que os gatos tinham se aquecido, eles disseram:
- "Camarada, será que nós poderíamos jogar baralho?"
- "Porque não," respondeu ele, "mas primeiro me mostrem as garras de vocês." Então, eles esticaram as suas garras.
- "Oh," disse ele, "que unhas compridas que vocês têm! Espere, primeiro eu vou cortá-las um pouco para vocês."
Então, ele pegou os gatos pelas gargantas, os colocou na tábua de cortar e rapidamente aparou as unhas deles.
- "Eu olhei para os dedos de vocês," disse ele, "e minha vontade de jogar baralho foi embora," e ele matou os dois gatos e os jogou na água. Mas quando ele tinha se livrado daqueles dois, e ia se sentar novamente perto da fogueira, de todos os buracos e de todos os cantos saíam gatos negros e cachorros pretos com correntes incandescentes, e vinham cada vez mais até que ele não conseguia se mexer, e eles gritavam terrivelmente, pegaram o fogo, espalharam todo, e queriam apagá-lo.
Ele olhou para eles durante algum tempo, mas depois eles começaram a cansá-lo, então, ele pegou a tábua de cortar, e gritou:
- "Fora daqui, seus vermes," e começou a cortar todos eles impiedosamente. Parte deles fugiu, os outros ele matou, e atirou no riacho de peixes. Quando ele retornou ele soprou as brasas da fogueira novamente e voltou a se aquecer. E quando então, ele se sentou, seus olhos não conseguiam mais ficarem abertos, e ele sentiu vontade de dormir. Então, ele olhou ao redor e viu uma grande cama num canto.
- "É disso que estou precisando," disse ele, e deitou nela. Quando ele ia fechar os olhos, todavia, a cama começou a andar sozinha, e percorreu todo o castelo.
- "Muito bem," disse ele, "vamos rápido." Então, a cama continuava a deslizar como se seis cavalos estivessem atrelados a ela, pra cima e pra baixo, pelas soleiras e pelas escadas, mas de repente, hop, hop, ela virou de cabeça para baixo, e montou nele como se fosse uma montanha. Mas ele lançou colchas e travesseiros pelo ar, saiu e disse:
- "Agora quem quiser, que dirija," e se deitou perto do fogo, e dormiu até quando o dia amanheceu. De manhã o rei chegou, e quando viu que o jovem estava deitado no chão, o rei pensou que os maus espíritos o haviam matado e ele estava morto. Então, ele disse:
- "Que pena que ele morreu, afinal de contas ele era um rapaz bonito." O jovem ouviu isso, se levantou e disse:
- "Ainda não é chegada a minha hora." Então, o rei ficou surpreso, mas muito contente, e perguntou como ele tinha passado a noite.
- "Muito bem," respondeu ele, "se passei uma noite, as duas outras irão passar também." Então, ele foi até o estalajadeiro, que ficou de olhos arregalados, e disse:
- "Eu jamais esperava vê-lo vivo novamente! Será que você já aprendeu a ter medo?" - "Não," disse ele, "não adiantou nada. Ah, se alguém pudesse me ensinar!"
Na segunda noite ele voltou ao velho castelo, se sentou perto do fogo, e mais uma vez começou a sua velha ladainha:
- "Ah se seu pudesse ter medo!" Quando chegou meia-noite, gritos e barulhos de coisas sendo derrubadas foram ouvidos, a princípio o barulho era baixo, mas ficava cada vez mais alto. De repente tudo ficou calmo por um instante, e finalmente ouviu-se um grito estridente, metade de um homem apareceu na chaminé e caiu na frente dele.
- "Opa!," exclamou ele, "deve haver a outra metade. Isto é muito pouco!" Então, os gritos começaram novamente, ouviu-se rugidos e gemidos, e a outra metade caiu também.
- "Espere," disse ele, "eu vou atiçar o fogo um pouco para você." E depois de fazer isso ele olhou em volta novamente, e as duas metades haviam se juntado, e um homem assustador estava sentado no seu banco.
- "Isso não faz parte do nosso trato," disse o jovem, "o banco é meu."
O homem quis empurrá-lo, o jovem, todavia, não permitiu, mas o empurrou com todas as suas forças, e se sentou novamente no banco. De repente, mais homens começaram a cair, um depois do outro, nove pernas de homens mortos e duas caveiras foram trazidas, foram arranjadas e começaram a brincar jogo de dos nove palitos com elas. O jovem também quis brincar e disse:
- "Ouçam, será que eu também posso brincar?"
- "Sim, se você tiver dinheiro."
- "Bastante dinheiro," respondeu ele, "mas as bolas de vocês não são bem redondas." Então, ele pegou as caveiras e as colocou no torno e as girou até que estivessem redondas.
- "Agora, sim, elas vão rolar melhor!" disse ele.
- "Viva! agora vai ser legal!" Ele brincou com os visitantes e perdeu um pouco de dinheiro, mas quando bateu meia noite todos desapareceram diante dele.
E le se deitou e tranquilamente caiu no sono. Na manhã seguinte o rei veio para ter notícias dele.
- "Como é que você passou a noite desta vez?" perguntou ele.
- "Fiquei brincando a noite inteira o jogo dos nove palitos," respondeu ele, "e perdi alguns centavos."
- "Então, você sentiu medo?"
- "Sentiu o quê?" disse ele, "eu fiquei é feliz. Ah se seu soubesse o que é ter medo!"
Na terceira noite ele se sentou novamente em seu banco e disse muito triste:
- "Ah se seu soubesse o que é ter medo!." Quando ficou tarde, apareceram seis homens altos e trouxeram um caixão. Então, ele disse:
- "Ra, ra, esse aí deve ser o meu primo, que morreu alguns dias atrás," fez um gesto convidativo e exclamou:
- "Venha, priminho, venha." Eles colocaram a caixa mortuária no chão, mas o jovem foi até ela e levantou a tampa, e no caixão havia um defunto.
Ele passou a mão na cara do defunto, mas ele estava frio como gelo.
- "Espere," disse ele, "eu vou aquecer você um pouquinho," e foi até a fogueira, esquentou a sua mão, e a colocou no rosto do cadáver, mas ele permanecia frio. Então, ele o tirou para fora, se sentou perto do fogo, e o colocou de bruços e esfregou os seus braços para que o sangue pudesse circular novamente. Como isso não deu resultado, ele pensou consigo mesmo:
- "Quando duas pessoas se deitam juntas na cama, elas aquecem uma a outra," e o carregou para a cama, cobriu o cadáver, e se deitou ao lado dele. Depois de algum tempo o cadáver começou a se aquecer também, e começou a se mexer. Então, o jovem disse:
- "Veja, priminho, viu como eu te aqueci?" O defunto, todavia, se levantou e gritou:
- "Agora eu vou te estrangular."
- "O quê!" disse ele, "é assim que você me agradece? Entre imediatamente no teu caixão agora mesmo," e ele pegou o cadáver, o colocou dentro do caixão, e fechou a tampa. Então, apareceram seis homens e o levaram embora novamente.
- "Eu não consigo saber o que é ter medo," disse ele, "acho que nunca vou saber o que é isso enquanto viver."
Então, um homem que era mais alto que os outros entrou, e tinha um aspecto assustador. Ele era velho, e todavia, tinha uma barba longa e branca.
- "Seu desgraçado," gritou ele, "agora você vai saber o que é ter medo, porque você irá morrer."
- "Vai devagar," respondeu o jovem.
- "Se eu tenho de morrer, eu tenho que me preparar para isso."
- "Eu vou te pegar," disse o fantasma.
- "Calma, calma, não queira aparecer. Eu sou tão forte quanto você, e talvez até mais forte."
- "Veremos," disse o velho. "se você é mais forte, te deixo ir - venha, vamos fazer um teste." Então, o velho o levou por corredores escuros até a fornalha de um ferreiro, pegou um machado, e num só golpe enterrou a bigorna no chão.
- "Posso fazer melhor ainda," disse o jovem, e foi até a outra bigorna. O velho ficou perto e queria ver, e sua barba longa e branca ficava pendurada.
Então, o jovem pegou o machado, partiu em dois a bigorna e ao mesmo tempo cortou a barba do velho.
- "Agora eu te peguei," disse o jovem. "Agora é você que tem de morrer." Então, ele pegou uma barra de ferro e golpeou o velho até ele gemer e pedir pra parar, prometendo muitas riquezas para o jovem. Este puxou o machado e o soltou. O velho o levou de volta para o castelo, e numa sala haviam três caixas cheias de ouro.
- "Destas," disse ele, "uma parte é para os pobres, a outra é para o rei, e a terceira é para ti."
E nesse instante bateu meia noite, e o espírito desapareceu, e o jovem ficou na escuridão.
- "Eu ainda saberei encontrar a minha saída," disse ele, e tateando, ele encontrou o caminho até a sala, e lá dormiu perto do fogo. Na manhã seguinte o rei apareceu e disse:
- "Agora deve ter aprendido o que é ter medo?"
- "Não," respondeu ele, "o que será isso? Meu primo que morreu apareceu aqui, e um homem barbudo veio e me mostrou um monte de dinheiro lá embaixo, mas nenhum deles me disse o que é ter medo."
- "Então," disse o rei, "você libertou o castelo, e deverá se casar com a minha filha."
- "Tudo está certo," disse ele, "mas eu ainda não sei o que é ter medo!"
Então, o ouro foi trazido e o casamento foi celebrado, mas o jovem rei, por mais que ele amasse a sua esposa, e por mais feliz que se sentisse, ele ainda dizia sempre:
- "Ah, se eu conseguisse ter medo - Ah, se eu conseguisse ter medo." Até que a sua esposa começou a ficar irritada com isso. A dama de companhia dela disse:
- "Eu tenho uma solução para isso, ele logo vai saber o que é ter medo." Ela foi até o riacho que passava pelo jardim, e mandou que um balde cheio de peixes gobiões fosse trazido até ela.
A noite quando o jovem rei estivesse dormindo, sua esposa devia tirar as roupas dele e esvaziar o balde de água fria com os gobiões em cima dele, de modo que os peixinhos ficando pulando em torno dele. Quando ela fez isto, ele acordou e gritou:
- "Oh, o que me faz sentir tanto medo assim? - o que me faz sentir tanto medo assim, minha querida esposa? Ah, agora eu sei o que é ter medo!"