Ο κακός λύκος και τα εφτά κατσικάκια


狼と七匹の子ヤギ


Μια φορα κι εναν καιρο ήταν μια γριά κατσίκα, που είχε εφτά μικρά κατσικάκια, και τ αγαπούσε πολύ, όπως η μάνα αγαπάει τα παιδιά της. Μια μέρα αποφάσισε να πάει στο δάσος να μαζέψει χόρτα, φώναξε λοιπόν και τα εφτά και τους είπε: " Αγαπημένα μου παιδάκια, θα φύγω να πάω στο δάσος. Τα μάτια σας δεκατέσσερα, μην ανοίξετε σε κανέναν. Γιατί αν τρυπώσει μέσα ο κακός λύκος, θα σας κάνει μια χαψιά. Ο λύκος ξέρει ν αλλάζει τη μορφή του. Θα τον γνωρίσετε όμως απ τη χοντρή, βραχνή φωνή του κι απ' τα μαύρα του πόδια ". - Και τα κατσικάκια τής απάντησαν: " Έννοια σου, μαμά, θα προσέχουμε. Φύγε και μην ανησυχείς ". Βέλασε τότε η κατσίκα, για να τ αποχαιρετήσει, κι έφυγε ήσυχη.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και κάποιος χτύπησε την πόρτα λέγοντας: " Ανοίξτε, καλά μου παιδάκια. Η μα- νούλα γύρισε κι έχει φέρει δωράκια για όλους ". Τα κατσικάκια όμως γνώρισαν τη χοντρή, βραχνή φωνή και κατάλαβαν πως είναι ο λύκος. " Δεν ανοίγουμε ", απο- κρίθηκαν. " Δεν είσαι η μανούλα μας. Εκείνη έχει γλυ- κιά και τραγουδιστή φωνή. Η δικιά σου όμως είναι χοντρή και βραχνή. Είσαι ο κακός λύκος ". Τότε ο λύκος έφυγε και πήγε στον μπακάλη. Αγόρασε ένα μεγάλο κομμάτι κιμωλία και τό 'φαγε, για να κάνει τη φωνή του γλυκιά και τραγουδιστή. Πράγματι έτσι κι έγινε. Τότε πήγε πάλι και χτύπησε την πόρτα φωνάζοντας: "Ανοίξτε, καλά μου παιδάκια. Η μανούλα γύρισε κι έχει φέρει δωράκια για όλους ". Ο λύκος όμως είχε ακουμπή- σει το μαύρο του ποδάρι στο παράθυρο. Και τα κατσικάκια το είδαν και τον κατάλαβαν: " Δεν ανοίγουμε ", φώναξαν. " Η μανούλα μας δεν έχει μαύρα πόδια σαν τα δικά σου. Είσαι ο κακός λύκος ". Ο λύκος τότε, μια και δυο, πάει στο φούρναρη και του λέει: " Χτύπησα το πόδι μου. Άλειψε μου το με ζυμάρι, να μαλακώσει ο πόνος ". Κι ύστερα έτρεξε στο μυλωνά και του λέει: " Κοσκίνισέ μου λίγο αλεύρι πάνω στο πόδι μου ". Ο μυλωνάς κατάλαβε: " Κάποιον πάει να ξεγελάσει ο λύκος ". Κι αρνήθηκε. Ο λύκος όμως του είπε: " Αν δεν κάνεις αυτό που σου λέω, θα σε φάω ". Ο μυλωνάς τότε φοβήθηκε και κοσκίνισέ άσπρο αλεύρι στο πόδι του λύκου. Έτσι είναι οι άνθρωποι.
Τρίτη φορά πάει ο κακός λύκος και χτυπάει την πόρτα και λέει: "Ανοίξτε, καλά μου παιδάκια. Η μανούλα σας γύρισε κι έχει φέρει απ' το δάσος δωράκια για όλους ". Τα κατσικάκια τότε φώναξαν από μέσα: " Δείξε μας το πόδι σου, για να σιγουρευτούμε ότι είσαι η μανούλα μας ". Ο λύκος τότε τους έδειξε το πόδι του απ' το παράθυρο, κι όταν εκείνα το είδαν άσπρο, πίστεψαν πως τους έλεγε την αλήθεια. Έτσι άνοιξαν την πόρτα. Αλλά αυτός που μπήκε μέσα ήταν ο λύκος ο κακός κι όχι η καλή τους μητερούλα. Τρόμαξαν τα κατσικάκια κι έτρεξαν να κρυφτούν. Το πρώτο πήδησε κάτω απ' το τραπέζι, το δεύτερο τρύπωσε στο κρεβάτι, το τρίτο μέσα στη σόμπα, το τέταρτο στην κουζίνα, το πέμπτο στο ντουλάπι, το έκτο χώθηκε κάτω απ5 τη μεγάλη σουπιέρα και το έβδομο μέσα στο ρολόι του τοίχου. Ο λύκος όμως τα βρήκε όλα και χωρίς να χάσει λεπτό άνοιξε τη στοματάρα του και τά 'χαψε το ένα μετά το άλλο. Μόνο το πιο μικρό δεν βρήκε, που είχε χωθεί στο ρολόι του τοίχου. Μόλις ο λύκος χόρτασε την πείνα του, βγήκε σιγά σιγά έξω, προχώρησε στο λιβάδι, ώσπου έφτασε κάτω από ένα δέντρο. Κι εκεί έπεσε να κοιμηθεί.
Μετά από λίγη ώρα γύρισε η γριά κατσίκα απ5 το δάσος. Αχ, τι ήταν αυτό που αντίκρισαν τα μάτια της! Η πόρτα του σπιτιού της ορθάνοιχτη: τραπέζι, καρέκλες και πάγκοι, αναποδογυρισμένα όλα, η μεγάλη σουπιέρα θρύψαλα στο πάτοΛμα, κουβέρτες και μαξιλάρια σκισμένα και πεταμένα από δω κι από κει. Σαν τρελή έψαξε να βρει τα παιδιά της. Πουθενά. Ένα ένα τα φώναζε με τ' όνομα τους, κανένα όμως δεν απαντούσε. Όταν τέλος έφτασε και στο τελευταίο, μια ψιλή φωνούλα της απάντησε: " Μανούλα, είμαι μέσα στο ρολόι τού τοίχου ". Αμέσως τό 'βγαλε από μέσα η κατσίκα κι εκείνο της είπε ότι είχε έρθει ο λύκος κι είχε φάει όλα του τ αδερφάκια. Με μαύρο δάκρυ τά κλάψε η κατσίκα τα κακόμοιρα τα παιδάκια της.
Μετά από ώρα πολλή βγήκε έξω και το μικρό το κατσικάκι την ακολούθησε. Φτάνοντας στο λιβάδι, είδαν το λύκο που κοιμόταν κάτω απ το δέντρο. Ροχάλιζε τόσο δυνατά που τα κλαριά πάνω απ' το κεφάλι του έτριζαν. Η κατσίκα τον κοίταξε απ όλες τις μεριές και είδε πως μέσα στην τουρλωμένη του κοιλιά κάτι χοροπηδούσε. "Αχ, Θεέ μου", σκέφτηκε. "Μήπως ο κακός ο λύκος έκανε τα παιδάκια μου μια χαψιά και ζούνε ακόμα μέσα στην κοιλιά του; " Γρήγορα στέλνει το μικρό το κατσικάκι στο σπίτι, να φέρει ψαλίδι και βελόνα και κλωστή. Κι ανοίγει την κοιλιά του λύκου με μια ψαλιδιά. Δεν πρόλαβε να ψάξει, και νά σου κιόλας το πρώτο κατσικάκι, που βγάζει από μέσα το κεφάλι του. Κι όσο έκοβε, άρχισαν να πηδούν έξω το ένα μετά το άλλο. Ήταν γερά και τα έξι, κανένα τους δεν είχε πάθει τίποτα. Γιατί ο κακός λύκος, απ τη λαιμαργία του, τα είχε χαταπιεί ολόκληρα, δίχως να τα μασήσει.
Τι χαρά έκαναν! Αγκάλιαζαν όλα τη μανούλα τους και χοροπηδούσαν, σαν να είχαν πανηγύρι. Η κατσίκα όμως τους είπε: " Πηγαίνετε γρήγορα να βρείτε με γάλες και βαριές πέτρες. Μ' αυτές θα γεμίσουμε την κοιλιά του κακού λύκου, τώρα που κοιμάται ". Γρήγορα γρήγορα έφεραν τα εφτά κατσικάκια όσες πέτρες βρήκαν ολόγυρα και γέμισαν την κοιλιά του λαίμαργου θηρίου. Η κατσίκα τότε τον έραψε με τόση γρηγοράδα και δεξιοσύνη που αυτός δεν κατάλαβε τίποτα. Ούτε καν σάλεψε στον ύπνο του.
Κι όταν επιτέλους ξύπνησε, σηκώθηκε και προσπάθησε να πάει να πιει νερό, γιατί οι πέτρες στην κοιλιά του του είχαν φέρει μεγάλη δίψα. Καθώς όμως άρχισε να προχωράει, οι πέτρες στην κοιλιά του άρχισαν να κουνιούνται και να χτυπάνε μεταξύ τους. Τότε ο λύκος έβαλε τις φωνές:
" Νόμιζα πως είχα φάει
έξι κατσικάκια.
Φαίνεται όμως πως κατάπια
χίλια πετραδάκια! "
Κι όταν έφτασε στο πηγάδι κι έσκυψε να πιει νερό, οι βαριές πέτρες τον παρέσυραν κι ο κακός λύκος πνίγηκε. Μόλις το είδαν αυτό τα εφτά κατσικάκια, έτρεξαν καταχαρούμενα φωνάζοντας: α Πάει ο κακός λύκος! Π άει! Πνίγηκε! " Και απ' τη χαρά τους βάλθηκαν να χορεύουν με την κατσίκα γύρω απ' το πηγάδι.
昔、子ヤギが七匹いる年とった山羊がいて、子供たちを愛する母親がもつありったけの愛で子供たちを愛していました。ある日お母さんヤギは森へ行き、食べ物をとってきたいと思いました。それで子供たちを呼んで言いました。「お前たち、私は森へ行かなくてはいけないの。狼に気をつけるのよ。もし狼が入ってきたら、お前たちみんなを、髪も皮もみんな食べてしまうわ。その悪党はよく変装するの。だけどお前たちはがらがら声と黒い足ですぐ狼だとわかるわ。」子供たちは言いました。「お母さん、僕たちよく気をつけるよ。心配しないで行っていいよ。」それでおかあさんヤギは安心して出かけて行きました。
まもなく誰かが玄関のドアをノックし、言いました。「子供たち、ドアを開けて。お母さんですよ。お前たちにいいものを持ってきましたよ。」しかし子供たちはがらがら声でそれは狼だと知りました。「戸を開けないよ。お前はお母さんじゃないよ。お母さんは柔らかく感じのいい声をしてるんだ。だけどお前の声はがらがらだ。お前は狼だ。」と子供たちは言いました。すると狼は立ち去りお店に行って大きな石灰のかたまりを買い、これを食べて声を柔らかくしました。それから戻ってドアをノックし言いました。「子供たち、ドアを開けておくれ。お母さんだよ。お前たちにいいものを持ってきたよ。」しかし狼は窓に黒い足をのせていて、子供たちはそれを見て言いました。「ドアを開けないよ。お母さんの足はお前みたいに黒くないよ。お前は狼だ。」すると狼はパン屋に走って行き、「おれは足をけがしちゃった。足に練り粉をこすりつけてくれ。」と言いました。パン屋が足に練り粉をこすりつけ終わると、狼は粉ひき屋に行き、「足に粉末をかけてくれ。」と言いました。粉ひき屋は、狼が誰かをだまそうとしていると思い、断りました。しかし狼は「もしやらないなら、おまえを食ってしまうぞ。」と言いました。粉ひき屋は恐ろしくなり、狼の足を白くしてやりました。本当に人ってそういうものです。
それで今悪党は三回目に玄関にやってきました。ドアをノックし、「子供たち、ドアを開けておくれ。お母さんが帰ってきましたよ。お前たちに森からいいものを持ってきましたよ。」と言いました。「お母さんかどうかわかるようにまず足を見せてよ。」と子供たちは叫びました。それで狼は窓から足を入れました。子供たちはそれが白いのを見て、狼が言ってることが本当だと信じ、ドアを開けました。しかし狼以外の誰が入ってくることでしょう!子供たちはおびえて隠れようとしました。一匹はテーブルの下に、二匹目はベッドの中に、三匹目はストーブの中に、四匹目は台所に、五匹目は戸棚の中に、六匹目は洗い桶に、七匹目は時計の箱に、跳びこみました。
しかし狼は子供たちをみんな見つけてしまいました。そしてまるで無造作に次から次へと飲みこみました。時計の中にいた一番下の子ヤギだけが狼に見つかりませんでした。狼は食欲を満たすと出て行き、外の草地の木の下で横になり、眠り始めました。それからまもなく、お母さんヤギは森から帰ってきました。そこで何をみたことでしょう。家のドアは広く開いていました。テーブルや椅子やベンチがなぎ倒され、洗い桶はこなごなに壊れていました。キルトのカバーや枕はベッドからはがされていました。子供たちを捜しましたがどこにもみつかりませんでした。子供たちの名前を次々と呼んでみましたが、誰もこたえませんでした。とうとう一番下の子まできたとき、柔らかい声で「お母さん、時計の中にいるよ。」と答えがありました。子供を時計の外に出してやると、狼が他の子たちをみんな食べてしまったとお母さんに教えました。かわいそうな子供たちを思ってお母さんはどんなに泣いたことでしょう。
お母さんは悲しみにくれながらも、とうとう外に出て、一番下の子も一緒に走ってきました。二人が草地にくると、狼が木のそばで寝ていて、枝がゆれるくらい大きないびきをかいていました。よくよく見てみると、狼のふくらんだお腹の中で何かが動いてもがいていたので、おかあさんヤギは(ああ、神様、夕食に狼がのみこんだ私のかわいそうな子供たちがまだ生きてるってことなの?)と思いました。それから、子供は走って家に帰り、鋏と針と糸をとってこなくてはなりませんでした。そして、お母さんヤギは怪物のお腹を切り開きました。一つ切り口をつくるやいなや一人の子供がグィッと頭を突き出しました。そしてさらに切っていくと、六人の子供たちがみんな次から次へと跳びだしてきました。みんな生きていて、全然けがをしていませんでした。というのは怪物はがつがつしていて子供たちを丸のみしたからでした。なんとよろこばしいことか。子供たちはお母さんに抱きついて、結婚式の船乗りのように飛び跳ねました。しかしお母さんは「さあ、大きな石を探しに行っておいで。まだ眠っているうちに悪いけだもののお腹を石でいっぱいにするのよ。」と言いました。それから七人の子供たちは大急ぎで石をそちらにひきずっていき、狼のお腹に詰め込めるだけたくさんの石を入れました。お母さんは大急ぎでお腹を縫って閉じました。それで狼は何も知らず、かすかに動くこともありませんでした。
十分眠って、とうとう狼は起き上がりました。そしてお腹の石のせいでとてものどが渇いたので泉の水を飲みたいと思いました。しかし、歩いたり動き回っていると、お腹の石がぶつかりあってガラガラ鳴りました。それで狼は「俺の骨にガラガラ、ゴロゴロぶつかるのは何だ!六匹のガキだと思ったんだが、大きな石みたいだぞ。」と叫びました。そして泉に着き、水を飲もうとかがみこむと、重い石のため水の中に落ちて、みじめにもおぼれるしかありませんでした。七人の子ヤギたちはそれを見て、そこに走って来て、「狼は死んだ、狼は死んだ。」と大声で叫び、喜んで、お母さんと一緒に泉のまわりを跳ね回りました。