Ο πιστός Ιωάννης


El fiel Juan


Μια φορα κι εναν καιρο ήταν ένας βασιλιάς, γέρος κι άρρωστος, και σκεφτόταν: " Φαίνεται πως ήρθε πια η ώρα να πεθάνω ". Και πρόσταξε: " Νά 'ρθει αμέσως κοντά μου ο πιστός μου Ιωάννης ". 0 πιστός Ιωάννης ήταν ο αγαπημένος του υπηρέτης. Και τον έλεγαν έτσι επειδή σ' όλη του τη ζωή είχε υπηρετήσει πιστά τον αφέντη του. Όταν παρουσιάστηκε λοιπόν στον άρρωστο βασιλιά, εκείνος του είπε: " Πιστέ μου Ιωάννη, νιώθω πως έχει φτάσει το τέλος μου. Και διόλου δεν θ' ανησυχούσα, αν δεν ήταν ο γιος μου, το βασιλόπουλο. Είναι πολύ μικρός ακόμα, δεν έχει μάθει να ξεχωρίζει το σωστό και το καλό. Αν λοιπόν δεν μου υπο- σχεθείς ότι θα του σταθείς σαν πατέρας, ότι θα τον συμβουλεύεις και θα του δείχνεις πάντα τον σωστό δρόμο, δεν θα μπορέσω κι εγώ να κλείσω ήσυχος τα μάτια μου ". Ο πιστός Ιωάννης τότε αποκρίθηκε: " Δεν θα τον αφή- σω μόνο κι έρημο. Θα τον υπηρετήσω πιστά, ακόμα κι αν χρειαστεί να δώσω τη ζωή μου για χάρη του ". - " Μπορώ λοιπόν να πεθάνω ήσυχος, με την καρδιά μου αναπαμένη ", είπε ο γερο-βασιλιάς. " Μετά το θάνατο μου να του δείξεις όλο το παλάτι, όλες τις αίθουσες, τις κάμαρες και τα κελάρια. Όλους τους θησαυρούς που βρίσκονται μαζεμένοι εδώ μέσα. Πρόσεχε όμως: μην τον αφήσεις να μπει στο τελευταίο καμαράκι, σΓο βάθος του διαδρόμου, γιατί εκεί μέσα είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά της βασιλοπούλας του Χρυσού Ουρανοί. Αν δει τη ζωγραφιά της, θα την αγαπήσει τόσο πολύ που θα σωριαστεί λιπόθυμος· κι ύστερα θα ριχτεί για χάρη της σε μεγάλους κινδύνους. Εσύ όμως δεν πρέπει να τον αφήσεις ." Κι όταν ο πιστός Ιωάννης έδωσε στον γεροβασιλιά το λόγο του γι' άλλη μια φορά, εκείνος ησύχασε, ακούμπησε το κεφάλι του στα μαξιλάρια και πέθανε.
Όταν έγινε η κηδεία, ο πιστός Ιωάννης έπιασε τον νεαρό βασιλιά και του μίλησε για τον όρκο που είχε δώσει στον ετοιμοθάνατο πατέρα του. Τελειώνοντας πρόσθεσε: " Θα κρατήσω το λόγο μου και θα σε υπηρετήσω πιστά, όπως υπηρέτησα κι εκείνον, ακόμα κι αν χρειαστεί να δώσω τη ζωή μου ". Και πέρασαν οι μέρες τού πένθους και ο πιστός Ιωάννης είπε στο βασιλιά: " Ή ρ - θε τώρα ο καιρός να δεις την κληρονομιά σου πάμε να σου δείξω το παλάτι και τους θησαυρούς που σου άφησε ο πατέρας σου ". Και τον γύρισε σ' όλες τις κάμαρες και τις στολισμένες σάλες και τα κελάρια και τού 'δειξε όλους τους θησαυρούς. Μόνο μια πόρτα δεν του άνοιξε, την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου, που οδηγούσε στο μικρό καμαράκι με την επικίνδυνη ζωγραφιά. Η ζωγραφιά όμως ήταν τοποθετημένη με τέτοιον τρόπο, που όποιος άνοιγε την πόρτα, την αντίκριζε αμέσως. Κι ήταν τόσο όμορφη και καλοκαμωμένη, που θαρρούσες πως ήταν ζωντανή και θα γύρναγε να σου μιλήσει. Και άλλη ομορφότερη και γλυκύτερη δεν υπήρχε σ' ολόκληρη την πλάση.
Ο νεαρός βασιλιάς λοιπόν πρόσεξε ότι ο πιστός Ιωάννης απόφευγε την πορτούλα της μικρής κάμαρας και τον ρώτησε: " Γιατί δεν ανοίγεις να μου δείξεις κι αυτό το καμαράκι; " - " Γιατί έχει μέσα κάτι που θα σε τρομάξει πολύ ", αποκρίθηκε ο πιστός υπηρέτης. Ο νέος βασιλιάς τότε πείσμωσε: " Γύρισα όλο το παλάτι. Τώρα όμως θέλω να μάθω τι κρύβεται εκεί μέσα ". Και πλησιάζοντας προσπάθησε ν' ανοίξει την πόρτα. Ο πιστός Ιωάννης τον εμπόδισε και του είπε: " Υποσχέθηκα στον πατέρα σου, λίγο πριν πεθάνει, ότι δεν θα σ' αφήσω να δεις τι κρύβεται μέσα σ' αυτό το καμαράκι. Αν παρακούσεις τη συμβουλή μου, μεγάλες συμφορές θα σε βρουν και σένα και μένα ". - " Α, όχι ", επέμεινε ο νέος βασιλιάς. " Το κακό θα το πάθω αν δεν μ' αφήσεις να κοιτάξω εκεί μέσα. Μέρα και νύχτα ησυχία δεν θα βρίσκω, ώσπου ν' ανοίξω την πόρτα και να ικανοποιήσω την περιέργεια μου. Δεν το κουνάω από δω αν δεν μου ανοίξεις την πόρτα ".
Είδε κι απόειδε ο πιστός Ιωάννης, κατάλαβε ότι με τίποτα δεν θα μπορούσε να του αλλάξει μυαλά. Και με βαριά καρδιά έψαξε στην αρμαθιά με τα κλειδιά του να βρει το κλειδί που ταίριαζε στην κλειδαριά. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα πρώτος, θέλοντας να σκεπάσει τη ζωγραφιά, να μην τη δει ο νέος βασιλιάς. Άδικος κόπος. Γιατί ο βασιλιάς ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και την είδε πάνω απ' τον ώμο του πιστού Ιωάννη. Κι όταν είδε τη ζωγραφιά της πεντάμορφης, που άστρα- φτε απ' το χρυσάφι και τα πολύτιμα πετράδια, σωριάστηκε κατάχαμα λιπόθυμος. Ο πιστός Ιωάννης τον σήκωσε, τον κουβάλησε στο κρεβάτι του και είπε με το νου του όλο θλίψη: " Θεέ μου, τώρα το κακό έγινε! Τι συμφορές μας περιμένουν; " Ύστερα έδωσε στον αφέντη του κρασί, για να τον συνεφέρει. Κι η πρώτη κουβέντα που είπε το παλικάρι, μόλις ήρθε στα συγκαλά του, ήταν: " Αχ, ποια είναι αυτή η πεντάμορφη κοπέλα; " - " Είναι η βασιλοπούλα του Χρυσού Ουρανού ", απάντησε ο πιστός Ιωάννης. Κι ο βασιλιάς τότε είπε: " Η αγάπη μου γι5 αυτήν είναι τόσο μεγάλη που ακόμα κι αν όλα τα φύλλα πάνω στα δέντρα είχαν στόμα και λαλιά, πάλι δεν θα μπορούσαν να την τραγουδήσουν όπως θά 'πρεπε. Δίνω και τη ζωή μου για να την κάνω δική μου. Κι εσύ, πιστέ μου υπηρέτη, πρέπει να με βοηθήσεις! "
Ο πιστός Ιωάννης έστυψε το μυαλό του, να σκεφτεί από πού να ξεκινήσουν και πώς να ψάξουν να τη βρουν. Γιατί ήταν δύσκολο πολύ, ακόμα και να φτάσουν να την αντικρίσουν. Με τα πολλά βρήκε έναν τρόπο και είπε στον αφέντη του: " Ό,τι έχει γύρω της, είναι από χρυσάφι: τραπέζια, καθίσματα, πιατικά, λεκάνες, ποτήρια, όλα. Στα κελάρια του παλατιού σου έχεις πέντε τόνους χρυσάφι. Φώναξε τους χρυσοχόους της χώρας σου και βάλ' τους να σου φτιάξουν κανάτια και δοχεία και πουλάκια και ζωάκια ψεύτικα και θαυμαστά, που θα τραβήξουν την προσοχή της και θα της αρέσουν. Κι όταν πάμε να τη βρούμε, θα της τα δείξουμε, να δοκιμάσουμε την τύχη μας ". Πράγματι ο βασιλιάς ακολούθησε τη συμβουλή του και κάλεσε όλους τους χρυσοχόους της χώρας του. Μέρα και νύχτα δούλευαν οι τεχνίτες, ώσπου τέλος έφτιαξαν σωρό τα στολίδια και τα κομψοτεχνήματα. Κι όταν όλα φορτώθηκαν σ' ένα καράβι, ο πιστός Ιωάννης ντύθηκε ρούχα εμπόρου κι έβαλε και το βασιλιά να κάνει το ίδιο, για να μην μπορεί κανείς να τους γνωρίσει. Ύστερα άνοιξαν πανιά κι άρχισαν να ταξιδεύουν στη θάλασσα. Ταξίδευαν, ταξίδευαν, ώσπου έφτασαν στην πολιτεία όπου ζούσε η βασιλοπούλα του Χρυσού Ουρανού.
Ο πιστός Ιωάννης συμβούλεψε τον αφέντη του να καθίσει στο καράβι και να τον περιμένει. " Μπορεί να τα καταφέρω ", είπε, " και να γυρίσω μαζί με τη βασιλοπούλα. Φρόντισε, λοιπόν, αφέντη, να είναι όλα έτοιμα και συγυρισμένα. Και βγάλε όλα τα χρυσά, να στολίσεις το καράβι μας ". Ύστερα διάλεξε τα καλύτερα στολίδια, τά 'κρυψε στη ζώνη του, κατέβηκε στη στεριά και πήγε γραμμή στο παλάτι. Μόλις έφτασε μπροστά στην αυλή του παλατιού, είδε μιαν όμορφη κοπέλα στο πηγάδι, που κρατούσε στα χέρια της δυο χρυσούς κουβάδες και τραβούσε νερό. Όταν γέμισε τους κουβάδες της με κρυστάλλινο, καθάριο νερό, ετοιμάστηκε να γυρίσει στο παλάτι. Τότε είδε τον ξένο και τον ρώτησε ποιος ήταν κι από πού ερχόταν. " Είμαι έμπορος ", της αποκρίθηκε ο πιστός Ιωάννης. Κι ανοίγοντας τη ζώνη του της έδειξε την πραμάτεια του. " Πω, πω! Τι όμορφα στολίδια! ", φώναξε η κοπέλα κι άφησε κάτω τους κουβάδες, για να τα κοιτάξει με την ησυχία της. " Είμαι σίγουρη ότι η βασιλοπούλα μας θα τ' αγοράσει όλα, αν της τα δείξεις. Τρελαίνεται για τα χρυσαφικά και τα στολίδια ..." Τον πήρε λοιπόν απ' το χέρι και τον έμπασε στο παλάτι γιατί αυτή ήταν η καμαριέρα της βασιλοπούλας.
Όταν η βασιλοπούλα είδε τα χρυσαφικά που έκρυβε στη ζώνη του ο πιστός Ιωάννης, θαμπώθηκε απ' την ομορφιά τους και είπε: " Είναι τόσο καλοδουλεμένα που θα τ' αγοράσω όλα ". Ο πιστός Ιωάννης όμως της αποκρίθηκε: " Εγώ δεν είμαι παρά ο υπηρέτης ενός πλούσιου πραματευτή. Αυτά που έχω μαζί μου δεν είναι τίποτα μπροστά στην πραμάτεια που έχει στο καράβι του ο αφέντης μου: στ' αλήθεια κουβαλάει τα ωραιότερα και τα ακριβότερα χρυσαφικά του κόσμου ." Η βασιλοπούλα ζήτησε τότε να της τα φέρουν να τα δει όλα, ο πιστός Ιωάννης όμως της είπε: " Θα μας πάρει μέρες πολλές να τα φέρουμε ώς εδώ, γιατί είναι πολλά. Και θα μας χρειαστούν τόσο πολλές κάμαρες, για να τ' απλώσουμε, που το παλάτι δεν θα μας χωρέσει ". Έτσι της κέντρισε την περιέργεια και την επιθυμία και την έβαλε σε τέτοιο πειρασμό που στο τέλος η βασιλοπούλα είπε: " Οδήγησε με στο καράβι σας. Θα πάω μόνη μου να δω τους θησαυρούς του αφέντη σου ."
Όλο χαρά την οδήγησε στο καράβι ο πιστός Ιωάννης. Και το βασιλόπουλο, μόλις την είδε, κατάλαβε πως ήταν πιο όμορφη ακόμα από τη ζωγραφιά της, κι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει απ' την αγάπη. Ανέβηκε η βασιλοπούλα στο καράβι κι ο βασιλιάς την υποδέχτηκε με τιμές. Ο πιστός Ιωάννης όμως έμεινε πιο πίσω και πρόσταζε τον καπετάνιο να σηκώσει την άγκυρα και να ξανοιχτεί στο πέλαγος: " Ανοίξτε όλα τα πανιά, σαν το πουλί να φτερουγίσει το σκαρί πάνω απ' τα κύματα! " Κι όσην ώρα ο βασιλιάς έδειχνε στη βασιλοπούλα τα χρυσά ποτήρια και τα φλιτζανάκια και τα στολίδια, ένα ένα, το καράβι ταξίδευε σαν τον άνεμο. Ώρες πολλές πέρασαν έτσι, θαυμάζοντας τα χρυσά αριστουργήματα. Και η βασιλοπούλα δεν κατάλαβε πως το καράβι είχε σαλπάρει κι είχε απομακρυνθεί απ' την πολιτεία της. Κι όταν είδε και το τελευταίο στολίδι, ευχαρίστηκε τον έμπορο και θέλησε να γυρίσει στο παλάτι της. Ανεβαίνοντας όμοΛς στο κατάστρωμα, είδε ότι είχαν ξεμακρύνει τόσο απ' τη στεριά που ολόγυρα τους μόνο θάλασσα φαινόταν. "Αχ!", φώναξε τρομαγμένη. "Με κορόιδεψαν και μ' έκλεψαν. Και τώρα με κρατάει στα χέρια του ένας έμπορος. Καλύτερα να πεθάνω!...'' Ο βασιλιάς τότε την έπιασε απ το χέρι και της είπε: " Δεν είμαι έμπορος. Είμαι βασιλιάς από αρχοντική γενιά, όπως κι εσύ. Κι αν σ' έκλεψα με πονηριά, φταίει η αγάπη μου για σένα, που είναι μεγάλη. Την πρώτη φορά που αντίκρισα τη ζωγραφιά σου, σωριάστηκα λιπόθυμος κατάχαμα ". Η βασιλοπούλα του Χρυσού Ουρανού ησύχασε στο άκουσμα αυτών των λόγων. Κι η καρδιά της χτύπησε γλυκά για το όμορφο παλικάρι, έτσι που δέχτηκε να γίνει γυναίκα του.
Καθώς ταξίδευαν όμως στο πέλαγος, τρία κοράκια πέταξαν πάνω απ' το καράβι. Ο πιστός Ιωάννης, που καθότανε στην πλώρη και τραγουδούσε, τα είδε και σταμάτησε να παίζει την κιθάρα του, για ν' ακούσει τι λέγανε. Γιατί ο πιστός υπηρέτης του βασιλιά καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών. Και το πρώτο κοράκι είπε: " Γιά κοίτα, κατάφερε να την πάρει μαζί του τη βασιλοπούλα του Χρυσού Ουρανού ". - " Ναι ", αποκρίθηκε το δεύτερο, " αλλά δεν την έχει κάνει ακόμα δική του ". - α Την έχει όμως μαζί του στο καράβι ", είπε το τρίτο. Και τότε μίλησε πάλι το πρώτο κοράκι και είπε: " Και λοιπόν; Αυτό δεν φτάνει. Γιατί μόλις φτάσουν και πατήσουν το πόδι τους στη στεριά, ένα πυ- ρόξανθο άλογο θα παρουσιαστεί μπροστά του. Κι ο βασιλιάς δεν θ5 αντέξει: αμέσως θα το καβαλικέψει. Και τότε πάει, θα φύγει φτερωτό το άλογο και θα τον πάρει μαζί του στους ουρανούς. Ποτέ δεν θα ξαναδεί την καλή του ". Και το δεύτερο κοράκι ρώτησε: " Μα δεν υπάρχει λύση καμιά; Σωτηρία δεν υπάρχει; " - " Και βέβαια υπάρχει. Αν βρεθεί κάποιος να καβαλικέψει το πυρόξανθο άλογο πριν από το βασιλιά, να ξεθηκαρώσει το σπαθί της φωτιάς που είναι περασμένο στη σέλα του και να σκοτώσει το άλογο, τότε ο νέος βασιλιάς θα σωθεί. Αλλά ποιος το ξέρει αυτό; Κανείς! Κι αν ακόμα βρεθεί κάποιος που το ξέρει, δεν μπορεί να του το πει, γιατί αμέσως θα γίνει πέτρα απ' τα νύχια των ποδιών του μέχρι τα γόνατα ".
Τότε μίλησε το δεύτερο κοράκι: " Εγώ ξέρω και κάτι παραπάνω. Ακόμα κι αν βρεθεί κάποιος και σκοτώσει το άλογο, ακόμα και τότε ο βασιλιάς θα χάσει την καλή του. Γιατί την ώρα που θα φτάσουν στο παλάτι, θα δουν μια γαμπριάτικη φορεσιά τόσο όμορφη και πλούσια στολισμένη, υφασμένη θαρρείς από καθαρό χρυσάφι, κεντημένη μ' ασήμι. Αλλά στην πραγματικότητα είναι φτιαγμένη από θειάφι και πίσσα, και μόλις τη φορέσει, θα πάρει φωτιά και θα καεί ζωντανός, μέχρι το κόκαλο ". - " Και σωτηρία δεν υπάρχει; ", ρώτησε το τρίτο κοράκι. " Πώς! Υπάρχει . . . Αν βρεθεί κάποιος κι αρπάξει τη φορεσιά φορώντας γάντια και την πετάξει στη φωτιά, τότε θα λαμπαδιάσει αμέσως το θειάφι κι η πίσσα και ο βασιλιάς θα σωθεί. Αλλά ποιος το ξέρει αυτό; Κανείς! Κι αν ακόμα βρεθεί κάποιος που το ξέρει, δεν μπορεί να του το πει, γιατί αμέσως θα γίνει πέτρα απ' τα γόνατα ώς την καρδιά του ".
Τελευταίο μίλησε το τρίτο κοράκι και είπε: " Εγώ ξέρω και κάτι παραπάνω. Ακόμα κι αν βρεθεί κάποιος να κάψει τη γαμπριάτικη φορεσιά, ακόμα και τότε ο βασιλιάς θα χάσει την καλή του. Γιατί την ώρα που 0' αρχίσει ο χορός, μετά το γάμο, κι όταν η νεαρή βασίλισσα θα σηκωθεί να χορέψει, θα χλομιάσει ξαφνικά και θα σωριαστεί κατάχαμα νεκρή. Κι αν δεν βρεθεί εκεί κοντά κάποιος να τη σηκώσει και να ρουφήξει τρεις στάλες αίμα απ' το δεξί της βυζί, για να τις ξαναφτύσει αμέσως, τότε πάει, πέθανε. Αλλά ποιος το ξέρει αυτό; Κανείς! Κι αν ακόμα βρεθεί κάποιος που το ξέρει, δεν μπορεί να του το πει, γιατί αμέσως θα γίνει πέτρα ολόκληρος, από τα νύχια ώς την κορφή ". Και μ' αυτά τα λόγια τα κοράκια ξεμάκρυναν κι έφυγαν πετώντας. Ο πιστός Ιωάννης είχε ακούσει κι είχε καταλάβει τα λόγια τους. Κι από την ώρα εκείνη ήταν θλιμμένος κι αμίλητος. Αν δεν έλεγε στον αφέντη του τα όσα είχε μάθει, τον έβαζε σε μεγάλο κίνδυνο. Αν όμως του τα φανέρωνε, τότε έπαιζε κορόναγράμματα την ίδια τη ζωή του. Τέλος πήρε την απόφαση του και είπε: " Θα σώσω τον αφέντη μου, ακόμα κι αν χρειαστεί να δώσω τη ζωή μου ".
Όταν έφτασαν λοιπόν στη στεριά, τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς είχε προβλέψει το πρώτο κοράκι: ένα λαμπρό άλογο, κόκκινο σαν τη φωτιά παρουσιάστηκε μπροστά τους κι ο βασιλιάς το είδε και το λιμπίστηκε. " Ωραία, καβάλα σ' αυτό το άλογο θα πάμε στο παλάτι ", είπε κι ετοιμάστηκε να το καβαλικέψει. Ο πιστός Ιωάννης όμως τον πρόλαβε. Μ' ένα γοργό πήδημα ανέβηκε στη σέλα, ξεθηκάρωσε το σπαθί της φωτιάς που ήταν περασμένο στα χάμουρα και σκότωσε το περήφανο άτι. Οι παλατιανοί του βασιλιά, που δεν χώνευαν τον πιστό Ιωάννη, άρχισαν τις φωνές. " Κρίμα το άλογο! Τέτοιο περήφανο και λαμπρό άτι ήταν ό,τι έπρεπε για να μεταφέρει το βασιλιά στο παλάτι του! " Ο βασιλιάς όμως τους πρόσταξε να σωπάσουν: " Μη λέτε τίποτα κι αφήστε τον ήσυχο! Ο πιστός μου Ιωάννης ξέρει τι κάνει και γιατί το κάνει! "
Προχώρησαν λοιπόν κι όταν έφτασαν στο παλάτι, μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου και σ' ένα δίσκο τούς περίμενε η γαμπριάτικη φορεσιά. Στ' αλήθεια έμοιαζε υφασμένη με χρυσάφι και κεντημένη με ασήμι. Ο νεαρός βασιλιάς άπλωσε το χέρι του για να τη φορέσει. Ο πιστός Ιωάννης όμως τον έσπρωξε, την άρπαξε φορώντας τα γάντια του και την έριξε στη φωτιά. Οι παλατιανοί άρχισαν πάλι να μουρμουρίζουν και να λένε: " Γιά δέστε τώρα, καίει και τη γαμπριάτικη φορεσιά του βασιλιά! " Αλλά ο νεαρός βασιλιάς τους έκοψε: " Αφήστε τον ήσυχο! Ο πιστός μου Ιωάννης ξέρει τι κάνει και γιατί το κάνει! "
Κι έγινε ο γάμος. Κι άρχισε ο χορός. Και σηκώθηκε η νύφη να χορέψει. Ο πιστός Ιωάννης δεν την άφηνε από τα μάτια του. Ξάφνου χλόμιασε η νεαρή βασίλισσα και σωριάστηκε κατάχαμα, σαν νεκρή. Αμέσως βρέθηκε πλάι της ο Ιωάννης, τη σήκωσε και την ξάπλωσε στη διπλανή κάμαρα. Ύστερα ρούφηξε τρεις στάλες αίμα απ' το δεξί της βυζί και τις έφτυσε. Αμέσως η βασίλισσα συνήλθε και πήρε βαθιά ανάσα. Ο νέος βασιλιάς όμως τα είχε δει όλα και είχε θυμώσει. Γιατί αυτή τη φορά δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τον πιστό του Ιωάννη. Πρόστα- ξε λοιπόν να τον βάλουν φυλακή.
Μόλις ξημέρωσε η άλλη μέρα, έφεραν τον Ιωάννη να τον κρεμάσουν. Κι όταν στάθηκε στην κρεμάλα, μίλησε και είπε: " Όλοι οι μελλοθάνατοι έχουν δικαίωμα να μιλήσουν μια τελευταία φορά πριν πεθάνουν. Μ αφήνεις, βασιλιά μου, να μιλήσω κι εγώ; " - α Ναι ", αποκρί- θηκε ο βασιλιάς. " Έχεις την άδεια μου ". Και τότε ο πιστός Ιωάννης άρχισε να λέει: " Άδικα με καταδίκασες κι ετοιμάζεσαι τώρα να με κρεμάσεις, μ' όλο που σε υπηρέτησα πιστά σ' όλη μου τη ζωή ". Κι εξήγησε στο βασιλιά τι είχε ακούσει απ' τα κοράκια, όταν ταξίδευαν μεσοπέλαγα, και πως είχε κάνει όλα όσα είχε κάνει μόνο και μόνο για να σώσει τον αφέντη του. Και τότε ο βασιλιάς φώναξε: " Πιστέ μου Ιωάννη! Χάρη, χάρη! Κατε- βάστε τον αμέσως απ' την κρεμάλα! " Αλλά μόλις η τελευταία λέξη βγήκε απ' τα χείλη του, ο πιστός Ιωάννης σωριάστηκε αναίσθητος. Κι όλο του το κορμί είχε γίνει πέτρα.
Βαριά λύπη έσφιξε την καρδιά του βασιλιά και της βασίλισσας. " Με τι άθλιο τρόπο αντάμειψα τη μεγάλη πίστη και την αφοσίωση του! ", έλεγε και ξανάλεγε ο βασιλιάς. Και πρόσταξε να κουβαλήσουν το πετρωμένο κορμί του Ιωάννη στην κρεβατοκάμαρα του και να το στήσουν δίπλα στο κρεβάτι του. Κάθε φορά που το έβλεπε, έκλαιγε με δάκρυα πικρά κι έλεγε: " Αχ, να μπορούσα να σου ξαναδώσω πνοή και ζωή, καλέ μου Ιωάννη ".
Έτσι πέρασε κάμποσος καιρός κι η βασίλισσα γέννησε δίδυμα, δυο αγοράκια που μεγάλωναν κι ομόρφαιναν κι ήταν η χαρά των γονιών τους. Μια μέρα λοιπόν, που η βασίλισσα είχε πάει στη λειτουργία και τα δυο αγοράκια καθόντουσαν και παίζανε με τον πατέρα τους, είδε πάλι ο βασιλιάς το πετρωμένο κορμί του Ιωάννη και θλιμμένος αναστέναξε: " Αχ, να μπορούσα να δου ξαναδώσω πνοή και ζωή, καλέ μου Ιωάννη ". Και τότε η πέτρα μίλησε και είπε: " Μπορείς, αν θέλεις. Αν θυσιάσεις για μένα ό,τι πολυτιμότερο έχεις ". - " Λέγε, τι είναι, και για σένα θα δώσω τα πάντα! ", φώναξε ο βασιλιάς. Κι η πέτρα ξαναμίλησε: " Πρέπει να κόψεις με τα ίδια σου τα χέρια τα κεφάλια των παιδιών σου και να μ' αλείψεις με το αίμα τους. Μόνο έτσι θα ξαναβρώ την πνοή και τη ζωή μου". Ο βασιλιάς πάγωσε όταν τ' άκουσε. Θυμήθηκε όμως την απέραντη αφοσίωση του πιστού Ιωάννη, που είχε δωσε,τη ζωή του για τον αφέντη του, και βγάζοντας το σπαθί του πήρε τα κεφάλια των παιδιών του. Κι όταν άλειψε την πέτρα με το αίμα τους, ο πιστός Ιωάννης ξαναβρήκε τη ζωντάνια του, σηκώθηκε γερός και δυνατός και είπε στο βασιλιά: " Η πίστη σου κι η καλοσύνη σου δεν θα μείνουν χωρίς ανταμοιβή! " Μ αυτά τα λόγια πήρε τα κομμένα κεφάλια των παιδιών, τά 'βαλε ξανά στη θέση τους και άλειψε την πληγή με το αίμα τους. Την ίδια στιγμή ζωντάνεψαν και συνέχισαν το παιχνίδι τους, όπως και πρώτα, λες και δεν είχαν πάθει τίποτα.
Ο βασιλιάς κόντευε να τρελαθεί απ τη χαρά του. Κι όταν είδε τη βασίλισσα να γυρίζει απ' την εκκλησία, βιάστηκε να κρύψει τα αγόρι και τον Ιωάννη σε μια ντουλάπα. Τη στιγμή που η βασίλισσα μπήκε μέσα, τη ρώτησε: " Προσευχήθηκες; " - " Ναι ", του αποκρίθηκε εκείνη. " Αλλά όλην την ώρα δεν μπορούσα να βγάλω απ' το μυαλό μου τον πιστό Ιωάννη, που έχασε τη ζωή του για χάρη μας ". Θ βασιλιάς τότε της είπε: " Καλή μου γυναίκα, μπορούμε να του ξαναδώσουμε τη ζωή. Αλλά πρέπει να θυσιάσουμε τα αγοράκια μας ". Η βασίλισσα χλόμιασε και πάγωσε ολόκληρη. Αλλά δεν δίστασε: " Του το χρωστάμε ", είπε. " Για τη μεγάλη του πίστη ". Ο βασιλιάς τότε χάρηκε που σκέφτηκε κι εκείνη το ίδιο, άνοιξε την ντουλάπα και της φανέρωσε τον πιστό Ιωάννη και τα δυο αγοράκια. " Δοξασμένος να είναι ο Θεός, ο πιστός Ιωάννης ξαναγύρισε κοντά μας. Και τ' αγόρια μας είναι κι αυτά μια χαρά ", της είπε και της διηγήθηκε τα όσα είχαν γίνει. Κι έζησαν εκείνοι καλά κι εμείς καλύτερα.
Érase una vez un anciano Rey, se sintió enfermo y pensó: Sin duda es mi lecho de muerte éste en el que yazgo. Y ordenó: "Que venga mi fiel Juan." Era éste su criado favorito, y le llamaban así porque durante toda su vida había sido fiel a su señor. Cuando estuvo al pie de la cama, díjole el Rey: "Mi fidelísimo Juan, presiento que se acerca mi fin, y sólo hay una cosa que me atormenta: mi hijo. Es muy joven todavía, y no siempre sabe gobernarse con tino. Si no me prometes que lo instruirás en todo lo que necesita saber y velarás por él como un padre, no podré cerrar los ojos tranquilo." - "Os prometo que nunca lo abandonaré," le respondió el fiel Juan, "lo serviré con toda fidelidad, aunque haya de costarme la vida." Dijo entonces el anciano Rey: "Así muero tranquilo y en paz." Y prosiguió: "Cuando yo haya muerto enséñale todo el palacio, todos los aposentos, los salones, los soterrados y los tesoros guardados en ellos. Pero guárdate de mostrarle la última cámara de la galería larga, donde se halla el retrato de la princesa del Tejado de Oro, pues si lo viera, se enamoraría perdidamente de ella, perdería el sentido, y por su causa se expondría a grandes peligros; así que guárdalo de ello." Y cuando el fiel Juan hubo renovado la promesa a su Rey, enmudeció éste y, reclinando la cabeza en la almohada, murió.
Llevado ya a la sepultura el cuerpo del anciano Rey, el fiel Juan dio cuenta a su joven señor de lo que prometiera a su padre en su lecho de muerte, y añadió: "Lo cumpliré puntualmente y te guardaré fidelidad como se la guardé a él, aunque me hubiera de costar la vida." Celebráronse las exequias, pasó el período de luto, y entonces el fiel Juan dijo al Rey: "Es hora de que veas tu herencia; voy a mostrarte el palacio de tu padre." Y lo acompañó por todo el palacio, arriba y abajo, y le hizo ver todos los tesoros y los magníficos aposentos; sólo dejó de abrir el que guardaba el peligroso retrato. Éste se hallaba colocado de tal modo que se veía con sólo abrir la puerta, y era de una perfección tal que parecía vivir y respirar, y que en el mundo entero no podía encontrarse nada más hermoso ni más delicado. Pero al joven Rey no se le escapó que el fiel Juan pasaba muchas veces por delante de esta puerta sin abrirla, y, al fin, le preguntó: "¿Por qué no la abres nunca?" - "Es que en esta pieza hay algo que te causaría espanto," respondióle el criado. Mas el Rey le replicó: "He visto todo el palacio y quiero también saber lo que hay ahí dentro, y, dirigiéndose a la puerta, trató de forzarla." El fiel Juan lo retuvo y le dijo: "Prometí a tu padre, antes de morir, que no verías lo que hay en este cuarto; nos podría traer grandes desgracias, a ti y a mí." - "Al contrario," replicó el joven Rey. "Si no entro, mi perdición es segura. No descansaré ni de día ni de noche hasta que lo haya contemplado con mis propios ojos. No me muevo de aquí hasta que me abras esta puerta."
Entonces comprendió el fiel Juan que no había otro remedio, y con el corazón en el puño y muchos suspiros sacó la llave del gran manojo. Cuando tuvo la puerta abierta, entró el primero con intención de tapar el cuadro, para que el Rey no lo viera. Pero, ¿de qué le sirvió? El Rey, poniéndose de puntillas, miró por encima de su hombro, y al ver el retrato de la doncella, resplandeciente de oro y piedras preciosas, cayó al suelo sin sentido. Levantólo el fiel Juan y lo llevó a su cama, pensando. con gran angustia: "El mal está hecho. ¡Dios mío! ¿Qué pasará ahora?" Y le dio vino para reanimarlo. Vuelto en sí el Rey, sus primeras palabras fueron: "¡Ay!, ¿de quién es este retrato tan hermoso?" - "Es la princesa del Tejado de Oro," respondióle el fiel criado. Y el Rey: "Es tan grande mi amor por ella, que si todas las hojas de los árboles fuesen lenguas, no bastarían para expresarle. Mi vida pondré en juego para alcanzarla, y tú, mi leal Juan, debes ayudarme a conseguirlo."
El fiel criado estuvo cavilando largo tiempo sobre la manera de emprender el negocio. pues sólo el llegar a presencia de la princesa era ya muy difícil. Finalmente, se le ocurrió un medio, y dijo a su señor: "Todo lo que tiene a su alrededor es de oro: mesas, sillas, fuentes, vasos, tazas y todo el ajuar de la casa. En tu tesoro hay cinco toneladas de oro," manda que den una a los orfebres del reino, y con ella fabriquen toda clase de vasos y utensilios, toda suerte de aves, alimañas y animales fabulosos; esto le gustará; con ello nos pondremos en camino, a probar fortuna." El Rey hizo venir a todos los orfebres del país, los cuales trabajaron sin descanso hasta terminar aquellos preciosos objetos. Luego fue cargado todo en un barco, y el fiel Juan y el Rey se vistieron de mercaderes para no ser conocidos de nadie. Luego se hicieron a la mar, y navegaron hasta arribar a la ciudad donde vivía la princesa del Tejado de Oro.
El fiel Juan pidió al Rey que permaneciese a bordo y aguardase su vuelta: "A lo mejor vuelvo con la princesa," dijo. "Procurarás, pues, que todo esté bien dispuesto y ordenado, los objetos de oro a la vista y el barco bien empavesado." Se llenó el cinto de toda clase de objetos preciosos, desembarcó y encaminóse al palacio real. Al entrar en el patio vio junto al pozo a una hermosa muchacha ocupada en llenar de agua dos cubos de oro. Al volverse para llevarse el agua que reflejaba los destellos del oro, vio al extranjero y le preguntó quién era. Respondióle éste: "Soy un mercader,' y, abriendo su cinturón, le mostró lo que contenía. "¡Oh, qué lindo!" exclamó ella, y, dejando los cubos en el suelo, se puso a examinar las joyas una por una. Luego dijo: "Es necesario que la princesa lo vea; le gustan tanto las cosas de oro, que, sin duda, os las comprará todas." Y, cogiendo al hombre de la mano, condújolo al interior del palacio, pues era la camarera principal. Cuando la hija del Rey vio aquellas maravillas, se puso muy contenta y exclamó: "Está tan primorosamente trabajado, que te lo compro todo." A lo que respondió el fiel Juan: "Yo no soy sino el criado de un rico mercader. No es nada lo que traigo aquí en comparación de lo que mi amo tiene en el barco: lo más bello y precioso que jamás se haya hecho en oro." Pidióle ella que se lo llevaran a palacio, pero él contestó: "Hay tantísimas cosas, que precisarían muchos días y más salas que vuestro palacio tiene." Estas palabras sólo sirvieron para estimular la curiosidad de la princesa, la cual dijo al fin: "Acompáñame al barco, quiero ir yo misma a ver los tesoros de tu amo."
El fiel Juan, muy contento, la condujo entonces al barco, y cuando el Rey la vio, parecióle que su hermosura era todavía mayor que la del retrato, y el corazón empezó a latirle con tal violencia que se lo sentía a punto de estallar. Subió la princesa a bordo, y el Rey la acompañó al interior de la nave; pero el fiel Juan se quedó junto al piloto y le dio orden de zarpar: "¡Despliega todas las velas, para que el barco vuele más veloz que un pájaro!" Entretanto, el Rey mostraba a la princesa la vajilla de oro, pieza por pieza: fuentes, vasos y tazas, así como las aves y los animales silvestres y prodigiosos. Transcurrieron muchas horas así, y la princesa, absorta y arrobada, no se dio cuenta de que el barco se había hecho a la mar. Cuando ya lo hubo contemplado todo, dio las gracias al mercader y se dispuso a regresar a palacio, pero al subir a cubierta vio que estaba muy lejos de tierra y que el buque navegaba a toda vela: "¡Ay de mí!" exclamó. "¡Me han traicionado, me han raptado! ¡Estoy en manos de un mercader! ¡Mil veces morir!" Pero el Rey, tomándole la mano, le dijo: "Yo no soy un comerciante, sino un Rey, y de nacimiento no menos ilustre que el tuyo. Si te he raptado con un ardid, ha sido por el inmenso amor que te tengo. Es tan grande, que la primera vez que vi tu retrato caí al suelo sin sentido." Estas palabras apaciguaron a la princesa, y como ya sentía afecto por el Rey, aceptó de buen grado ser su esposa.
Ocurrió, empero, mientras se hallaban aún en alta mar, que el fiel Juan, sentado en la proa del barco tocando un instrumento musical, vio en el aire tres cuervos que llegaban volando. Dejó entonces de tocar y se puso a escuchar su conversación, pues entendía su lenguaje. Dijo uno: "¡Fíjate! se lleva a su casa a la princesa del Tejado de Oro." - "Sí," respondió el segundo. "Pero aún no es suya." Y el tercero: "¿Cómo que no es suya? Si va con él en el barco." Volviendo a tomar la palabra el primero, dijo: "¡Qué importa! En cuanto desembarquen se le acercará al trote un caballo pardo, y él querrá montarlo; pero si lo hace, volarán ambos por los aires, y nunca más volverá el Rey a ver a su princesa." Dijo el segundo: "¿Y no hay ningún remedio?" - "Sí, lo hay: si otro se adelanta a montarlo y, con una pistola que va en el arzón del animal, lo mata de un tiro. Sólo de ese modo puede salvarse el Rey; pero, ¿quién va a saberlo? Y si alguien lo supiera y lo revelara, quedaría convertido en piedra desde las puntas de los pies hasta las rodillas." Habló entonces el segundo: "Todavía sé más. Aunque maten el caballo, tampoco tendrá el Rey a su novia. Cuando entren juntos en palacio, encontrarán en una bandeja una camisa de boda, que parecerá tejida de oro y plata, pero que en realidad será de azufre y pez. Si el Rey se la pone, se consumirá y quemará hasta la medula de los huesos." Preguntó el tercero: "¿Y no hay ningún remedio?" - "Sí, lo hay," contestó el otro. "Si alguien coge la camisa con guantes y la arroja al fuego, el Rey se salvará. ¡Pero eso de qué sirve! Si alguno lo sabe y lo dice al Rey, quedará convertido en piedra desde las rodillas hasta el corazón." Intervino entonces el tercero: "Pues yo sé más todavía. Aunque se queme la camisa, tampoco el Rey tendrá a su novia. Cuando, terminada la boda, empiece la danza y la joven reina salga a bailar, palidecerá de repente y caerá como muerta. Si no acude nadie a levantarla enseguida y no le sorbe del pecho derecho tres gotas de sangre y las vuelve a escupir inmediatamente, la reina morirá. Pero quien lo sepa y lo diga quedará convertido en estatua de piedra, desde la punta de los pies a la coronilla." Después de haber hablado así, los cuervos remontaron el vuelo, y el fiel Juan, que lo había oído y comprendido todo, permaneció desde entonces triste y taciturno; pues si callaba, haría desgraciado a su señor, y si hablaba, lo pagaría con su propia vida. Finalmente, se dijo, para sus adentros: "Salvaré a mi señor, aunque yo me pierda."
Al desembarcar sucedió lo que predijera el cuervo. Un magnífico alazán acercóse al trote: "¡Ea!" exclamó el Rey. "Este caballo me llevará a palacio." Y se disponía a montarlo cuando el fiel Juan, anticipándose, subióse en él de un salto y, sacando la pistola del arzón, abatió al animal de un tiro. Los servidores del Rey, que tenían ojeriza al fiel Juan, prorrumpieron en gritos: "¡Qué escándalo! ¡Matar a un animal tan hermoso, que debía conducir al Rey a palacio!" Pero el monarca dijo: "Callaos y dejadle hacer. Es mi fiel Juan. Él sabrá por qué lo hace." Al llegar al palacio y entrar en la sala, puesta en una bandeja, apareció la camisa de boda, resplandeciente como si fuese tejida de oro y plata. El joven Rey iba ya a cogerla, pero el fiel Juan, apartándolo y cogiendo la prenda con manos enguantadas, la arrojó rápidamente al fuego y estuvo vigilando hasta que la vio consumida. Los demás servidores volvieron a desatarse en murmuraciones: "¡Fijaos, ahora ha quemado la camisa de boda del Rey!" Pero éste dijo: "¡Quién sabe por qué lo hace! Dejadlo, que es mi fiel Juan." Celebróse la boda, y empezó el baile. La novia salió a bailar; el fiel Juan no la perdía de vista, mirándola a la cara. De repente palideció y cayó al suelo como muerta. Juan se lanzó sobre ella, la cogió en brazos y la llevó a una habitación; la depositó sobre una cama, y, arrodillándose, sorbió de su pecho derecho tres gotas de sangre y las escupió seguidamente. Al instante recobró la Reina el aliento y se repuso; pero el Rey, que había presenciado la escena y desconocía los motivos que inducían al fiel Juan a obrar de aquel modo, gritó lleno de cólera: "¡Encerradlo en un calabozo!" Al día siguiente, el leal criado fue condenado a morir y conducido a la horca. Cuando ya había subido la escalera, levantó la voz y dijo: "A todos los que han de morir se les concede la gracia de hablar antes de ser ejecutados. ¿No se me concederá también a mí este derecho?" - "Sí," dijo el Rey. "Te lo concedo." Entonces el fiel Juan habló de esta manera: "He sido condenado injustamente, pues siempre te he sido fiel." Y explicó el coloquio de los cuervos que había oído en alta mar y cómo tuvo que hacer aquellas cosas para salvar a su señor. Entonces exclamó el Rey: "¡Oh, mi fidelísimo Juan! ¡Gracia, gracia! ¡Bajadlo!" Pero al pronunciar la última palabra, el leal criado había caído sin vida, convertido en estatua de piedra.
El Rey y la Reina se afligieron en su corazón. "¡Ay de mí!" se lamentaba el Rey. "¡Qué mal he pagado su gran fidelidad!" Y, mandando levantar la estatua de piedra, la hizo colocar en su alcoba, al lado de su lecho. Cada vez que la miraba, no podía contener las lágrimas, y decía: "¡Ay, ojalá pudiese devolverte la vida, mi fidelísimo Juan!" Transcurrió algún tiempo y la Reina dio a luz dos hijos gemelos, que crecieron y eran la alegría de sus padres. Un día en que la Reina estaba en la iglesia y los dos niños se habían quedado jugando con su padre, miró éste con tristeza la estatua de piedra y suspiró: "¡Ay, mi fiel Juan, si pudiese devolverte la vida!" Y he aquí que la estatua comenzó a hablar, diciendo: "Sí, puedes devolverme a vida, si para ello sacrificas lo que más quieres." A lo que respondió el Rey: "¡Por ti sacrificaría cuanto tengo en el mundo!" - "Siendo así," prosiguió la piedra, "corta con tu propia mano la cabeza a tus hijos y úntame con su sangre. ¡Sólo de este modo volveré a vivir!" Tembló el Rey al oír que tenía que dar muerte a sus queridos hijitos; pero al recordar la gran fidelidad de Juan, que había muerto por él, desenvainó la espada y cortó la cabeza a los dos niños. Y en cuanto hubo rociado la estatua con su sangre, animóse la piedra y el fiel Juan reapareció ante él, vivo y sano, y dijo al Rey: "Tu abnegación no quedará sin recompensa," y, cogiendo las cabezas de los niños, las aplicó debidamente sobre sus cuerpecitos y untó las heridas con su sangre. En el acto quedaron los niños lozanos y llenos de vida, saltando y jugando como si nada hubiese ocurrido. El Rey estaba lleno de contento. Cuando oyó venir a la Reina, ocultó a Juan y a los niños en un gran armario. Al entrar ella, díjole: "¿Has rezado en la iglesia?" - "Sí," respondió su esposa, "pero constantemente estuve pensando en el fiel Juan, que sacrificó su vida por nosotros." Dijo entonces el Rey: "Mi querida esposa, podemos devolverle la vida, pero ello nos costará sacrificar a nuestros dos hijitos." Palideció la Reina y sintió una terrible angustia en el corazón; sin embargo, dijo: "Se lo debemos, por su grandísima lealtad." El rey, contento al ver que su esposa pensaba como él, corrió al armario y, abriéndolo, hizo salir a sus dos hijos y a Juan, diciendo: "¡Loado sea Dios; está salvado y hemos recuperado también a nuestros hijitos!" Y le contó todo lo sucedido. Y desde entonces vivieron juntos y felices hasta la muerte.