Ο έξυπνος χωριάτης


Der gute Handel


Μια φορα κι εναν καιρο ένας χωριάτης πήγε την αγελάδα του οτο παζάρι και την πούλησε δεκαεφτά τσεκίνια. Στο δρόμο που γύριζε, πέρασε από ένα δάσος, κι άκουσε από μακριά τις δεκοχτούρες που ψά)- ναζαν: " Δεκοχτώ, δεκοχτώ, δεκοχτώ! " - Καλές είν τούτες! ," είπε με το νου του. " Δεκαεφτά την πούλησα κι όχι δεκαοχτώ! " Κι όταν έφτασε κοντά τους, ψιόναξε: " Βρε χαζοβιόλες! Δεκαεφτά τσεκίνια πήρα για την αγελάδα κι όχι δεκαοχτώ! " Τα πουλιά όμως συνέχισαν να φωνάζουν: " Δεκοχτώ, δεκοχτώ, δεκοχτώ! " - Ε, αφού δεν με πιστεύετε, να σας τα μετρήσω, για να δείτε και μόνες σας ", είπε ο χωριάτης και έβγαλε τα λεφτά απ την τσέπη του και τα μέτρησε κι ήταν πράγματι δεκαεφτά τσεκίνια, είκοσιτέσσερα δίλε- πτα το καθένα. Οι δεκοχτούρες όμως δεν έδωσαν καμιά σημασία στους λογαριασμούς του και εξακολούθησαν να φωνάζουν: " Δεκοχτώ, δεκοχτώ, δεκοχτο)! " Ο χοΑ- ριάτης τότε θύμωσε και τους έβαλε τις φωνές: " Αφού θαρρείτε πως ξέρετε καλύτερα από μένα, πάρτε τα να τα μετρήσετε και μόνες σας! " Και πέταξε τα τσεκίνια του μέσα στα φυλλώματα των ψηλών δέντρων. Ύστερα κάθισε από κάτω και περίμενε να τελειώσουν τα πουλιά το μέτρημα και να του ξαναδιόσουν τα λεφτά του. Οι δεκοχτούρες όμως συνέχισαν να φωνάζουν: " Δεκοχτώ, δεκοχτώ, δεκοχτώ! " και δεν έλεγαν να πετάξουν πίσω τα λεφτά του χωριάτη. Περίμενε αυτός, ιόσπου βράδιασε κι έπρεπε πια να γυρίσει σπίτι του. Τότε τά 'βαλε με τα πουλιά και τα πέρασε μια γερή κατσάδα: Βρομοπούλια! Όλο να φωνάζετε ξέρετε και να μας παίρνετε το κεφάλι με τις τσιρίδες σας, αλλά ούτε δεκαεφτά τσεκίνια δεν είσαστε άξιες να μετρήσετε! Μήπως νομίζετε ότι θα κάτσω εδώ να σας περιμένω μέχρι αύριο; " Και μ' αυτά τα λόγια σηκώθηκε κι έφυγε. Αλλά τα πουλιά συνέχιζαν να φωνάζουν πίσω του: " Δεκοχτώ, δεκοχτω, δεκοχτώ! " Κι ο χωριάτης γύρισε σπίτι του πολύ στενοχωρημένος.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και πήρε άλλην αγελάδα. Κι αποφάσισε να τη σφάξει και να πουλήσει το κρέας. Και λογάριασε ότι αν τό 'δινε σε καλή τιμή, θά 'παιρνε τα διπλά λεφτά και θα τού 'μενε και το τομάρι. Την έσφαξε λοιπόν και ξεκίνησε για την πόλη, να πουλήσει το κρέας. Αλλά στην πύλη βρήκε ένα κοπάδι αδέσποτα σκυλιά που γάβγιζαν και δεν τον άφηναν να περάσει. Μπροστάρης ήταν ένα θεόρατο κυνηγόσκυλο που χοροπηδούσε, μυριζόταν το κρέας κι έκανε σαν τρελό: " Γαβ, γαβ, γαβ! " Κι επειδή δεν έλεγε να σταματήσει, ο χωριάτης γύρισε και του είπε: " Εντάξει, κατάλαβα τι θέλεις: να σου δ ώ ο ω το κρέας μου, να το πουλήσεις. Αλλά δεν είμαι χαζός ." Ο σκύλος άλλη απάντηση δεν είχε να του δώσει παρά μονάχα: " Γαβ, γαβ, γαβ! " - Μου δίνεις το λόγο σου ότι δεν θα το φας κι ότι δεν θ'α- ψήσεις και τους φίλους σου να το πειράξουν; " - Γαβ, γαβ, γαβ! " γάβγισε πάλι ο σκύλος. - " Εντάξει, τότε. Αφού επιμένεις, θα σ' τ' αφήσω νατό πουλήσεις εσύ. Σε ξέρω: είσαι ο σκύλος του χασάπη. Αλλά άκουσε με καλά: σε τρεις μέρες από σήμερα θέλω τα λεφτά μου. Κανόνισε να μου τα φέρεις, ειδαλλιώς θα την έχεις άσκημα ". Και μ' αυτά ξεφόρτωσε το κρέας και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Τα σκυλιά έπεσαν με τα μούτρα στο ανέλπιστο ψαγητό γαβγίζοντας δυνατά: " Γαβ, γαβ, γαβ! " Ο χωριάτης τ' άκουοε φεύγοντας κι είπε με το νου του: " Τώρα του ζητάνε κι οι άλλοι μερτικό. Το κυνηγόσκυλο όμως μού 'δωσε το λόγο του ".
Όταν πέρασαν οι τρεις μέρες, ο χωριάτης ήταν όλο χαρά: " Σήμερα το βράδυ 0ά 'χω τα λεψτά στην τσέπη μου ", οκεψτύταν. Αλλά άδικα περίμενε. Κανείς δεν ήρθε να του ψέρει τα λεψτά του. " Δεν είναι πια να εμπιστεύεσαι κανέναν ·, είπε και χάνοντας την υπομονή του οη- κώθηκε μια και δυο και πήγε στο χασάπη να γυρέψει τα λεψτά του. Ο χασάπης τον άκουοε και νόμισε πως αστειευόταν. Ο χωριάτης όμως επέμεινε: " Καθόλου δεν αστειεύομαι, θέλω τα λεψτά μου. Δεν σού 'ψερε ο σκύλος σου πριν από τρεις μέρες μια ολόκληρη αγελάδα σψαγμένη; Ε, δική μου ήτανε και τώρα θέλω να με πληρώσεις! " Ο χασάπης τότε θύμωσε, άρπαξε το σκουπόξυλο και τον κυνήγησε. " Κάτσε και θα σου δείξω εγώ! ," είπε τότε ο χωριάτης. " Υπάρχει δικαιοσύνη σε τούτον τον κόσμο! " Και πήγε αμέσως στο παλάτι και γύρεψε να δει το βασιλιά. Πράγματι, τον οδήγησαν μπροστά στο βασιλιά, που καθόταν μαζί με τη θυγατέρα του. Κι εκείνος τον ρώτησε ποιος τον είχε πειράξει και τι ήθελε. Ο χωριάτης τότε αποκρίθηκε: " Οι δεκοχτούρες στο δάσος και τα σκυλιά με κορύιδεψ'αν και μού 'κλεψαν τα λεψτά μου. Και σαν να μην έψτανε αυτό, ο χασάπης με ξυλοφόρτωσε αντί να με πληρώσει για το κρέας της αγελάδας μου ·. Και εξιστόρησε καταλεπτώς τα παθήματα του. Όταν τον άκουοε η βασιλοπούλα, άρχισε να γελάει με την καρδιά της. Κι ο βασιλιάς του είπε:
" Εγώ δεν μπορώ να σε βοηθήσω να βρεις το δίκιο σου. Αλλά θα σου δώσω την κόρη μου, να την πάρεις γυναίκα σου. Στη ζωή της ολόκληρη δεν έχει ξαναγελάσει έτσι, κι έχω κάνει όρκο πως θα την έπαιρνε όποιος την κατά- ψερνε να γελάσει με τη νκ α ρ δ ι άτης. Μπορείς να ευχαριστήσεις το θεό για την καλή σου τύχη ." - "Ω ," απάντησε ο χωριάτης, " δεν τη θέλω. Έχω στο σπίτι μου μια γυναίκα. Μου φτάνει και μου περισσεύει. Αφού το βράδυ που γυρίζω σπίτι, μου φαίνεται πως είναι πολλές, μία σε κάθε γωνίτσα ." Ο βασιλιάς θύμωσε με την προσβολή: " Είσαι άνθρωπος άξεστος και χοντροκομμένος! " - " Μα βασιλιά μου ," αποκρίθηκε ο χωριάτης, " απ' το βόδι, βοδινό κρέας θα πάρεις! " - " Καλά. Περίμενε και θα σου δώσω εγώ την ανταμοιβή που σου ταιριάζει! ," είπε τότε ο βασιλιάς. " Έλα σε τρεις μέρες και θα σου μετρήσουν πεντακόσιες ."
Καθώς ο χωριάτης έβγαινε, ο φρουρός έξω απ' την πόρτα τον σταμάτησε και του είπε: " Κατάφερες τη βασιλοπούλα να γελάσει. Ο βασιλιάς θα σου χαρίσει σίγουρα κάτι καλό - α Εμ, βέβαια ·, απάντησε ο χοΑριά- της. " Μου είπε νά 'ρθω σε τρεις μέρες και θα μου μετρήσουν πεντακόσιες ." - " Γιατί δεν μου δίνεις κι εμένα λίγες; ," ρώτησε τότε ο φρουρός. " Τι θα τις κάνεις τόσες λίρες μόνος σου; " - Επειδή είσαι συ ," του είπε ο χωριάτης, " θα σου δώσω διακόσιες. Έλα σε τρεις μέρες μπροστά στο βασιλιά και ζήτα να σου μετρήσουν διακόσιες ." Ένας Εβραίος, που ήταν εκεί κοντά κι άκουσε όλη την κουβέντα τους, έτρεξε πίσω απ το χωριάτη και του είπε: " Για το θεό, εσύ έχεις τύχη βουνό! Έλα να σου αλλάξω τις λίρες σου! Οι λίρες είναι βαριές και άβολες, θα σου δώσω ωραίες κι ελαφριές δεκάρες ". - " Εντάξει, χαχαμίκο ", συμψιονησε ο χω- ριάτης. " Τρακόσιες λίρες έχω, δώσε μου τώρα τις δεκάρες και πήγαινε σε τρεις μέρες στο βασιλιά να πάρεις τις λίρες ". Ο Εβραίος έτριψε ευχαριστημένος τα χέρια του κι έτρεξε να φέρει το ποσόν σε παλιοδεκάρες, που δεν είχαν ούτε τη μιοή αξία απ' τις λίρες. Όταν πέρασαν οι τρεις μέρες, ο χωριάτης παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά, όπως τον είχαν προστάξει. " Γδύστε τον ," είπε τότε ο βασιλιάς, " και μετρήστε του τις πεντακόσιες που του υποσχέθηκα ." - " Αχ ", είπε ο χωριάτης, " δεν είναι πια δικές μου. Τις διακόσιες τις χάρισα στο φρουρό και τις τρακόσιες μού τις άλλαξε ο Εβραίος. Αρα δεν έχω να παίρνω τίποτα ". Την ίδια στιγμή μπήκαν μέσα ο φρουρός κι ο Εβραίος και ζήτησαν ό,τι είχαν να παίρνουν. Κι οι στρατιιυτες του βασιλιά τους μέτρησαν στην πλάτη τους τις βουρδουλιές. Ο φρουρός, που είχε ξαναδοκιμάσει και ήξερε πώς είναι, υπόμενε καρτερικά την τιμωρία. Ο Εβραίος όμως έσκουζε κι έκλαι- γε κι ήτανε για λύπηση: " Ωχ! Ο κακομοίρης τι έπαθα! Είναι βαριές τούτες οι λίρες! "
Ο βασιλιάς γέλασε πάλι με τα καμώματα του χωριά- τη κι ο θυμός του πέταξε και χάθηκε. " Αφού τίποτα δεν σού μείνε απ' το δώρο που σου έκανα, θα σου κάνω άλλο δώρο: Πήγαινε στο κελάρι που φυλάω το χρυσάφι μου, και γέμισε τις τσέπες σου μ' όσα λεφτά μπορείς να σηκό) σεις ". Ο χωριάτης δεν περίμενε να του το πει και δεύτερη φορά. Έτρεξε και γέμισε τις τσέπες του, ώ- σπου τις ξεχείλισε. Ύστερα πήγε ο ένα χάνι κι άρχισε να μετράει τα λεφτά του. Κι ο Εβραίος, που τον είχε πάρει από πίσω, τον άκουσε να μουρμουρίζει: "Τι ήθελε κι αυτός ο ευλογημένος ο βασιλιάς να μου δώσει όσα ήθελα; Τώρα δεν ξέρω πόσα πήρα! Ωραία μου την έφερε, ο παλιανθρωπάκος! · - " θεός φυλάξοι! ," είπε τότε σιγανά ο Εβραίος. " Αυτός μιλάει με ασέβεια για τον αφέντη μας και άρχοντα μας. θα τρέξω να τον μαρτυρήσω. Κάποια ανταμοιβή θα πάρω. Κι αυτόν σίγουρα θα τον τιμωρήσουν ."
Όταν τ άκουσε ο βασιλιάς, θύμωσε πάλι και πρόσταζε τον Εβραίο να πάει να φέρει αμέσως το χωριάτη. Ο Εβραίος έτρεξε τότε και του είπε " Σε θέλει τούτη κιόλας τη στιγμή ο άρχοντας και βασιλιάς μας. Άσ' τα όλα και τρέξε ." - " Δεν μπορώ να πάω μ' αυτά τα παλιόρουχα στο βασιλιά ," αποκρίθηκε ο χωριάτης. " θα ράψω πρώτα καινούργια ρούχα. Ένας άνθρωπος με τόσα λεφτά στις τσέπες του, δεν μπορεί να γυρίζει με τα κουρέλια! · Ο Εβραίος, που κατάλαβε ότι ο χωριάτης δεν είχε σκοπό να παρουσιαστεί δίχως καινούργια φορεσιά, φοβήθηκε ότι στο μεταξύ ο βασιλιάς θα ξεχνούσε το θυμό του. Για να μη χάσει λοιπόν αυτός την αμοιβή του και γλιτώσει κι ο χωριάτης την τιμωρία του, αποφάσισε να του δανείσει μια δίκιά του φορεσιά και είπε:
" θα σου δανείσω εγώ μια ωραία φορεσιά, για λίγο. Η καλή μου η καρδιά, βλέπεις, με σπρώχνει να σε βοηθήσω! " Ο χωριάτης δέχτηκε ευχαρίστως, φόρεσε τα ρούχα του Εβραίου και ξεκίνησε μαζί του για το παλάτι. Ο βασιλιάς τότε τον ρώτησε αν ήταν αλήθεια όσα έλεγε ο Εβραίος. " Αχ ·, είπε ο χωριάτης. " Αφού το ξέρετε πως οι Εβραίοι δεν λένε ποτέ την αλήθεια. Όλο ψέματα ξεστομίζουν οι αθεόφοβοι. Νά! Τώρα αν τον ρωτήσετε, θα σας πει ότι τα ρούχα που φορώ είναι δικά του! " - " Πού το πας; ·, έβαλε τις φωνές ο Εβραίος. " Και βέβαια είναι δικά μου τα ρούχα που φοράς! Σου τα δάνεισα από καλοσύνη, για να μπορέσεις να παρουσιαστείς μπροστά στο βασιλιά! " Όταν τ' άκουσε αυτό ο βασιλιάς, είπε: " Κάποιον πάει να ξεγελάσει ο Εβραίος, ή εμένα ή το χωριάτη ." Και πρόσταζε να του μετρήσουν κάμποσες ακόμα απ' τις βαριές λίρες στην πλάτη. Κι ο χωριάτης έφυγε με τα καλά του ρούχα και με τα λεφτά στην τσέπη, λέγοντας: " Αυτή τη φορά βγήκα κερδισμένος! "
Ein Bauer, der hatte seine Kuh auf den Markt getrieben und für sieben Taler verkauft. Auf dem Heimweg mußte er an einem Teich vorbei, und da hörte er schon von weitem, wie die Frösche riefen "ak, ak, ak, ak." – "Ja," sprach er für sich, "die schreien auch ins Haberfeld hinein: sieben sind's, die ich gelöst habe, keine acht." Als er zu dem Wasser herankam, rief er ihnen zu: "Dummes Vieh, das ihr seid! Wißt ihr's nicht besser? Sieben Taler sind's und keine acht." Die Frösche blieben aber bei ihrem "ak, ak, ak, ak." – "Nun, wenn ihr's nicht glauben wollt, ich kann's euch vorzählen," holte das Geld aus der Tasche und zählte die sieben Taler ab, immer vierundzwanzig Groschen auf einen. Die Frösche aber kehrten sich nicht an seine Rechnung, und riefen abermals: "Ak, ak, ak, ak." – "Ei," rief der Bauer ganz bös, "wollt ihr's besser wissen als ich, so zählt selber," und warf ihnen das Geld miteinander ins Wasser hinein. Er blieb stehen und wollte warten, bis sie fertig wären und ihm das Seinige wiederbrächten, aber die Frösche beharrten auf ihrem Sinn, schrieen immerfort "ak, ak, ak, ak" und warfen auch das Geld nicht wieder heraus. Er wartete noch eine gute Weile, bis der Abend anbrach und er nach Haus mußte. Da schimpfte er die Frösche aus und rief: "Ihr Wasserpatscher, ihr Dickköpfe, ihr Glotzaugen, ein groß Maul habt ihr und könnt schreien, daß einem die Ohren weh tun, aber sieben Taler könnt ihr nicht zählen. Meint ihr, ich wollte dastehen bis ihr fertig wärt?" Damit ging er fort, aber die Frösche riefen noch "ak, ak, ak, ak" hinter ihm her, daß er ganz verdrießlich heimkam.
Über eine Zeit erhandelte er sich wieder eine Kuh, die schlachtete er und machte die Rechnung, wenn er das Fleisch gut verkaufte, könnte er so viel lösen, als die beiden Kühe wert wären, und das Fell hätte er obendrein. Als er nun mit dem Fleisch zu der Stadt kam, war vor dem Tore ein ganzes Rudel Hunde zusammengelaufen, voran ein großer Windhund. Der sprang um das Fleisch, schnupperte und bellte: "Was, was, was, was." Als er gar nicht aufhören wollte, sprach der Bauer zu ihm: "Ja, ich merke wohl, du sagst ›was, was‹, weil du etwas von dem Fleische verlangst, da sollt ich aber schön ankommen, wenn ich dir's geben wollte." Der Hund antwortete nichts als "was, was." – "Willst du's auch nicht wegfressen und für deine Kameraden da gutstehen?" – "Was, was," sprach der Hund. "Nun, wenn du dabei beharrst, so will ich dir's lassen, ich kenne dich wohl und weiß, bei wem du dienst. Aber das sage ich dir, in drei Tagen muß ich mein Geld haben, sonst geht dir's schlimm. Du kannst mir's nur hinausbringen." Darauf lud er das Fleisch ab und kehrte wieder um. Die Hunde machten sich darüber her und bellten laut, "was, was." Der Bauer, der es von weitem hörte, sprach zu sich: "Horch, jetzt verlangen sie alle was, aber der große muß mir einstehen."
Als drei Tage herum waren, dachte der Bauer: Heute abend hast du dein Geld in der Tasche, und war ganz vergnügt. Aber es wollte niemand kommen und auszahlen. "Es ist kein Verlaß mehr auf jemand," sprach er, und endlich riß ihm die Geduld, daß er in die Stadt zu dem Fleischer ging und sein Geld forderte. Der Fleischer meinte, es wäre ein Spaß, aber der Bauer sagte: "Spaß beiseite, ich will mein Geld. Hat der große Hund Euch nicht die ganze geschlachtete Kuh vor drei Tagen heimgebracht?" Da ward der Fleischer zornig, griff nach einem Besenstiel und jagte ihn hinaus. "Wart," sprach der Bauer, "es gibt noch Gerechtigkeit auf der Welt!" und ging in das königliche Schloß und bat sich Gehör aus. Er ward vor den König geführt, der da saß mit seiner Tochter und fragte, was ihm für ein Leid widerfahren wäre? "Ach," sagte er, "die Frösche und die Hunde haben mir das Meinige genommen, und der Metzger hat mich dafür mit dem Stock bezahlt," und erzählte weitläufig, wie es zugegangen war. Darüber fing die Königstochter laut an zu lachen, und der König sprach zu ihm: "Recht kann ich dir hier nicht geben, aber dafür sollst du meine Tochter zur Frau haben. Ihr Lebtag hat sie noch nicht gelacht als eben über dich, und ich habe sie dem versprochen, der sie zum Lachen brächte. Du kannst Gott für dein Glück danken." – "O," antwortete der Bauer, "ich will sie gar nicht, ich habe daheim nur eine einzige Frau, und die ist mir schon zuviel. Wenn ich nach Haus komme, so ist mir nicht anders, als ob in jedem Winkel eine stände." Da ward der König zornig und sagte: "Du bist ein Grobian." – "Ach, Herr König," antwortete der Bauer, "was könnt Ihr von einem Ochsen anders erwarten als Rindfleisch!" – "Warte," erwiderte der König, "du sollst einen andern Lohn haben. Jetzt pack dich fort, aber in drei Tagen komm wieder, so sollen dir fünfhundert vollgezählt werden."
Wie der Bauer hinaus vor die Tür kam, sprach die Schildwache: "Du hast die Königstochter zum Lachen gebracht, da wirst du was Rechtes bekommen haben." – "Ja, das mein ich," antwortete der Bauer, "fünfhundert werden mir ausgezahlt." – "Hör," sprach der Soldat, "gib mir etwas davon! Was willst du mit all dem Geld anfangen!" – "Weil du's bist," sprach der Bauer, "so sollst du zweihundert haben, melde dich in drei Tagen beim König, und laß dir's aufzählen." Ein habgieriger Kaufmann, der in der Nähe gestanden und das Gespräch mit angehört hatte, lief dem Bauer nach, hielt ihn beim Rock und sprach: "Gotteswunder, was seid Ihr ein Glückskind! Ich will's Euch wechseln, ich will's Euch umsetzen in Scheidemünz, was wollt Ihr mit den harten Talern?" – "Mauschel," sagte der Bauer, "dreihundert kannst du noch haben, gib mir's gleich in Münze, heute über drei Tage wirst du dafür beim König bezahlt werden." Der Kaufmann freute sich über das Profitchen und brachte die Summe in schlechten Groschen, wo drei so viel wert sind als zwei gute. Nach Verlauf der drei Tage ging der Bauer, dem Befehl des Königs gemäß, vor den König. "Zieht ihm den Rock aus," sprach dieser, "er soll seine fünfhundert haben." – "Ach," sagte der Bauer, "sie gehören nicht mehr mein, zweihundert habe ich an die Schildwache verschenkt, und dreihundert hat mir der Kaufmann eingewechselt, von Rechts wegen gebührt mir gar nichts." Indem kamen der Soldat und der Kaufmann herein, verlangten das Ihrige, das sie dem Bauer abgewonnen hätten, und erhielten die Schläge richtig angemessen. Der Soldat ertrug's geduldig und wußte schon, wie's schmeckte. Der Kaufmann aber tat jämmerlich: "Au weih geschrien! Sind das die harten Taler?" Der König mußte über den Bauer lachen, und da aller Zorn verschwunden war, sprach er: "Weil du deinen Lohn schon verloren hast, bevor er dir zuteil ward, so will ich dir einen Ersatz geben. Gehe in meine Schatzkammer und hol dir Geld, soviel du willst." Der Bauer ließ sich das nicht zweimal sagen, und füllte in seine weiten Taschen, was nur hinein wollte. Danach ging er ins Wirtshaus und überzählte sein Geld. Der Kaufmann war ihm nachgeschlichen und hörte, wie er mit sich allein brummte: "Nun hat mich der Spitzbube von König doch hinters Licht geführt! Hätte er mir nicht selbst das Geld geben können, so wüßte ich, was ich hätte. Wie kann ich nun wissen, ob das richtig ist, was ich so auf gut Glück eingesteckt habe!" – "Gott bewahre," sprach der Kaufmann für sich, "der spricht despektierlich von unserm Herrn! Ich lauf und geb's an, da krieg ich eine Belohnung, und er wird obendrein noch bestraft." Als der König von den Reden des Bauern hörte, geriet er in Zorn und hieß den Kaufmann hingehen und den Sünder herbeiholen. Der Kaufmann lief zum Bauer: "Ihr sollt gleich zum Herrn König kommen, wie Ihr geht und steht." – "Ich weiß besser, was sich schickt," antwortete der Bauer, "erst laß ich mir einen neuen Rock machen. Meinst du, ein Mann, der so viel Geld in der Tasche hat, sollte in dem alten Lumpenrock hingehen?" Der Kaufmann, als er sah, daß der Bauer ohne einen andern Rock nicht wegzubringen war, und weil er fürchtete, wenn der Zorn des Königs verraucht wäre, so käme er um seine Belohnung und der Bauer um seine Strafe, so sprach er: "Ich will Euch für die kurze Zeit einen schönen Rock leihen aus bloßer Freundschaft; was tut der Mensch nicht alles aus Liebe!" Der Bauer ließ sich das gefallen, zog den Rock vom Kaufmann an und ging mit ihm fort. Der König hielt dem Bauer die bösen Reden vor, die der Kaufmann hinterbracht hatte. "Ach," sprach der Bauer, "was ein Kaufmann sagt, ist immer gelogen, dem geht kein wahres Wort aus dem Munde; der Kerl da ist imstand und behauptet, ich hätte seinen Rock an." – "Was soll mir das?" schrie der Kaufmann, "ist der Rock nicht mein? Hab ich ihn Euch nicht aus bloßer Freundschaft geborgt, damit Ihr vor den Herrn König treten konntet?" Wie der König das hörte, sprach er: "Einen hat der Kaufmann gewiß betrogen, mich oder den Bauer," und ließ ihm noch etwas in harten Talern nachzahlen. Der Bauer aber ging in dem guten Rock und mit dem guten Geld in der Tasche heim und sprach: "Diesmal hab ich's getroffen."